Παρά τις όποιες αναλύσεις και περιγραφές του κλασσικού τρόπου «μάχεσθαι» των δύο τελευταίων αιώνων από Ακαδημαϊκούς και μη, η ακριβής διαδικασία εμπλοκής της φάλαγγας δεν είναι ξεκάθαρη. Υπάρχουν πολλά διασωθέντα χωρία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων που αφορούν την εμπλοκή οπλιτικών παρατάξεων κατά την κλασσική Αρχαιότητα π.χ Θουκυδίδης, Ηρόδοτος, Ξενοφώντας κλπ. Επίσης, παραστάσεις της Οπλιτικής φάλαγγος θα αποτυπωθούν πολύ συχνά ως ενεργητικός διάκοσμος στα καλλιτεχνικά δημιουργήματα της εποχής π.χ προϊόντα κεραμικής εξασφαλίζοντας στους σημερινούς ερευνητές μία ακόμη πολύτιμη πηγή πληροφοριών.
Παρά τις όποιες αναλύσεις και περιγραφές του κλασσικού τρόπου «μάχεσθαι» των δύο τελευταίων αιώνων από Ακαδημαϊκούς και μη, η ακριβής διαδικασία εμπλοκής δύο παρατάξεων δεν είναι ξεκάθαρη. Στο κάτωθι άρθρο θα επιχειρηθεί μία σύντομη αλλά περιεκτική πειραματική ανάλυση των πιθανών τρόπων εξέλιξης μίας σύγκρουσης μεταξύ δύο αντίπαλων παρατάξεων και θα διατυπωθούν οι ανακύπτοντες προβληματισμοί και παρατηρήσεις. Για την εξαγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων κρίνεται αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί πιστή ανακατασκευή οπλισμού της εν λόγω εποχής έτσι ώστε να αναπαραχθούν όσον είναι δυνατόν οι πραγματικές συνθήκες σύγκρουσης που επικρατούσαν στην κλασσική εποχή. Η απόπειρα αυτή θα πραγματοποιηθεί με την πολύτιμη συμβολή του Συλλόγου Ιστορικών Μελετών ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ.
Η επικρατούσα παραδοσιακή άποψη εξέλιξης της μάχης αναφέρεται σε τέσσερα διακριτά στάδια:
τον δορατισμός, κατά τον οποίον οι δύο ή τρεις πρώτες σειρές των οπλιτών πλήττουν με τα δόρατα τους δύο πρώτους αντίπαλους ζυγούς
ακολουθεί ο ωθισμός κατά τον οποίον η μία φάλαγγα σπρώχνει την άλλη με τις ασπίδες…
μέχρι να επιτευχθεί η Παράρρηξις, το σπάσιμο του συμπαγούς τείχους ασπίδων μίας εκ των δύο πλευρών
η τέταρτη φάση αναφέρεται στην τακτική της κύκλωσης, της υπεφαλάγγισης του αντίθετου σχηματισμού και την οριστική διάλυσή του.
Δορατισμός
Η πρακτική του δορατισμού (περιγραφή από Διόδωρο 15.86) θεωρητικά λάμβανε μέρος εφόσον οι δύο αντίπαλες παρατάξεις έρχονταν σε απόσταση φυσικής άμεσης προσβολής η μία με την άλλη δηλ. απόσταση που ισοδυναμούσε σε αρχικό στάδιο με 1 ή 1,5 μέτρα. Οι Οπλίτες των δύο ή των τριών πρώτων γραμμών με την χρήση των δοράτων μήκους περίπου 2 μέτρων πρόσβαλαν την αντίπαλη παράταξη με σκοπό την αποδιοργάνωση των πρώτων σειρών με απώτερο σκοπό την δημιουργία ρήγματος. Θεωρητικά οι Οπλίτες κατεύθυναν τα πλήγματα τους στα ακάλυπτα μέρη στην περιοχή του λαιμού. Πολλά είναι τα ερωτήματα πρακτικής φύσεως που ανακύπτουν από την παραπάνω γενικευμένη θεωρία.
Ένας πρώτος προβληματισμός έχει να κάνει με το κατά πόσο οι Οπλίτες πέραν της τρίτης σειράς ήταν εφοδιασμένοι με δόρατα μιας και η φυσική τους απόσταση τους από τον τόπο της άμεσης συμπλοκής ήταν μεγάλη και για αυτό δεν μπορούσαν να λάβουν ενεργό ρόλο (περίπου στα 3 μέτρα). Για παράδειγμα στο περίφημο βάζο Κορινθιακής τέχνης που βρέθηκε στην Ετρουρία (Chigi vase, χρονολογημένο στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ) και αναπαριστά ίσως τις πρώτες φάλαγγες εν κινήσει, μονάχα οι πρώτη γραμμή οπλιτών διακρίνεται να κρατά δόρυ.
Ακόμα ένας προβληματισμός έχει να κάνει με την χρήση του δόρατος δηλ. αν οι Οπλίτες το κρατούσαν πάνω από το ύψος της ασπίδας ή στο ύψος του κέντρου της. Καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις παρουσιάζουν και τις δύο μεθόδους δορατισμού πράγμα που συσκοτίζει τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Επίσης εύλογα ερωτήματα ανακύπτουν από την ιδιαίτερη στάση του σώματος κατά την φάση του δορατισμού.
Η επεξεργασία των τρισδιάστατων π.χ αγαλμάτων και δισδιάστατων π.χ ζωγραφικές αναπαραστάσεις απεικονίσεων φανερώνει ένα κυρίαρχο τύπο στάσης του σώματος. Ο Οπλίτης για να κρατήσει την ισορροπία του αλλά και για να μπορέσει ταυτόχρονα να καταφέρει ισχυρό πλήγμα με το δόρυ του έπρεπε για λόγους εργονομίας και ευστάθειας να προωθήσει μπροστά την αριστερή πλευρά του κορμού του. Η δεξιά πλευρά του θα έμενε πίσω ετοιμάζοντας το θανατηφόρο χτύπημα. Συνεπώς αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η ασπίδα να κάλυπτε πρωτίστως το αριστερό μισό του Οπλίτη αφήνοντας την δεξιά πλευρά σε μεγάλο βαθμό ακάλυπτη. Ακόμη παραπέρα θα εξανεμίζονταν η εικόνα του συμπαγούς τείχους από ασπίδες εφαπτόμενες η μία στην άλλη καθώς θα δημιουργούνταν κενά στην δεξιά πλευρά λόγω του δρασκελισμού και την θέση της ασπίδας. Αν ο δορατισμός πραγματοποιούνταν από διαφορετική στάση π.χ η ασπίδα τοποθετημένη παράλληλα στο σώμα χωρίς τον αντίστοιχο δρασκελισμό των ποδιών θα πρέπει θα θεωρούμε δεδομένη την απώλεια ευστάθειας των οπλιτών γεγονός που θα οδηγούσε πολύ εύκολα σε ρήγμα του μετώπου.
Άλλα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι η χρονική διάρκεια του σταδίου αυτού και για το αν ο δορατισμός ήταν πράγματι αναγκαίος να λάβει χώρα πριν το αποφασιστικό στάδιο του ωθισμού. Από άποψη οικονομίας ενέργειας η φάση του δορατισμού φαίνεται άσκοπη. Ακόμη, ήταν η καταστροφή/απώλεια των δοράτων το μόνο και αποκλειστικό κριτήριο που σηματοδοτούσε το μαζικό πέρασμα της εμπλοκής το επόμενο καίριο στάδιο του ωθισμού; Η εγκατάλειψη των δοράτων πραγματοποιούνταν ταυτόχρονα και μαζικά; Υπήρξε η τακτική του ωθισμού παράλληλα με το στάδιο του δορατισμού;

Ωθισμός
Η ορθόδοξη άποψη τοποθετεί τον μαζικό και ταυτόχρονο ωθισμό στο πυρήνα της φάλαγγος. Η άποψη αυτή έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση τουλάχιστον από την δεκαετία του 1940 (A. D. Fraser, «The Myth of the Phalanx-Scrimmage», Classical Weekly 36 (1942) 15-16) καθώς οι μελετητές επανεξετάζουν το θέμα και το προσεγγίζουν από διαφορετικές αναθεωρημένες οπτικές γωνίες. Ανάμεσα στους πιο σύγχρονους Ακαδημαϊκούς που έχουν αμφισβητήσει την καθιερωμένη άποψη περιλαμβάνονται ο Peter Krentz, στο άρθρο του «The Nature of Hoplite Battle», CA 16 (1985) 50-61, ο οποίος υπερασπίζεται την μεταφορική έννοια του όρου, ο G. L. Cawkwell όπου στο άρθρο του «Orthodoxy and Hoplites», CQ NS 39 (1989) 375-389 υποστηρίζει πως ο ωθισμός δεν λάμβανε μέρος παρά στο τέλος των μαχών και πως οι ατομικές μάχες δηλ. μονομαχίες ήταν ο κανόνας.
Πολλά και ποικίλα είναι λοιπόν τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν από την επανεξέταση της τακτικής του ωθισμού!
Σε ποια έκταση η οπλιτική αυτή μέθοδος μάχης ήταν πραγματικό γεγονός; σε ποια χρονική φάση της εμπλοκής λάμβανε χώρα; κατά πόσο και με ποιο τρόπο συμμετείχαν οι πίσω σειρές;
πόσο χρονικό διάστημα μπορούσε να διαρκέσει η φάση του ‘εξωθείν’;
η τακτική αυτή εφαρμόζονταν κάθε φορά στην μάχη; σε ποιό βαθμό ήταν εφικτό οι μπροστινές σειρές να κάνουν την χρήση των όπλων τους όταν διατελούσαν τον ελιγμό αυτό υπό συνθήκες μεγάλης σωματικής πίεσης;
Τα παραπάνω ερωτήματα αναδεικνύουν πόσο πραγματικά ελλιπής είναι οι πραγματικές γνώσεις μας για το υπό εξέταση θέμα. Η επικρατούσα αντίληψη περί ωθισμού δηλ. της εικόνας δύο αντίπαλων παρατάξεων που σπρώχνουν η μία την άλλη με την βοήθεια των ασπίδων μέχρι ένα από τα δύο μέτωπα να διαρραγεί… έχει βασιστεί σε πολλά λογοτεχνικά χωρία της Κλασσικής αρχαιότητας που εκ πρώτης όψης την δικαιολογούν. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί για την μάχη που διεξήχθη γύρω από το σώμα του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες («ωθισμός πολλός», 7.225) αλλά και στη περίπτωση της μάχης του Μαραθώνα αποδίδει μεγάλο μέρος της νίκης των Ελλήνων στον μαζικό ωθισμό (Βιβλιο 6.111 & 6.113). Επίσης ο Θουκιδίδης στην ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου στην περιγραφή του για την μάχη του Δηλίου το 424 π.Χ μεταξύ ισάριθμων δυνάμεων Αθηναίων και Βοιωτών διασώζει πως στο κέντρο των παρατάξεων έλαβε χώρα επίμονη ολοήμερη μάχη με κύριο χαρακτηριστικό τον «ωθισμώ ασπίδων» (4,96). Επίσης ο φιλολάκων Ξενοφώντας όταν θα αναφερθεί στην μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ) θα καταγράψει το πώς οι Σπαρτιάτες ωθήθηκαν από την υπερπληθέστερη Θηβαϊκή φάλαγγα του Επαμεινώνδα με βάθος φάλλαγας 50 ανδρών (Ελληνικά. 6.4.12-14) αλλά και στην μάχη της Χειρώνιας στην οποία οι αντίπαλες πλευρές ωθούσαν επίμονα η μία την άλλη με τις ασπίδες (Ελληνικά. 4.3.19).
Οι μαρτυρίες περί του ωθισμού στην Μέτα-κλασσική Ελλάδα δείχνουν να ενισχύουν την επικρατούσα αποδεκτή άποψη. Ο Έλληνας ιστορικός Πολύβιος (203-120 π.Χ) θα αποδώσει μέρος της αποτελεσματικότητας της Μακεδονικής φάλαγγος στα πεδία των μαχών στο ότι οι πίσω σειρές έσπρωχναν τις μπροστινές (18.30.4). Ο Αρριανός (2ος μ.Χ αιώνας ) με την σειρά του θα αποδώσει τα προτερήματα της φάλαγγος στο βάρος των οπλιτών της που της προσδίδουν συμπάγεια και ικανότητα ωθισμού (Tact 16.13- 4). Μάλιστα περιγράφει την διαδικασία ωθισμού δηλ. με ποιο τρόπο οι στρατιώτες των πίσω γραμμών ωθούσαν τους μπροστινούς. Με βάση την περιγραφή του ο πίσω στρατιώτης έσπρωχνε τον μπροστινό του ασκώντας πίεση με τα δύο του χέρια στην μέση και στον ώμο του συνοπλίτη του. Αυτόματα συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο μπροστινός στρατιώτης βάδιζε υπό γωνία, πιθανότατα με προωθημένη την αριστερή πλευρά του έτσι ώστε να υπάρξει ισορροπία.
Σε περίπτωση που το πλεονέκτημα του ωθισμού εξασφαλίζονταν μονάχα από την αριθμητική υπεροχή της φάλαγγος π.χ μεγάλο βάθος ανδρών ανά στοίχο τότε η αριθμητική υπεροχή αναδεικνύονταν σε μοναδικό παράγοντα νίκης. Αυτή η θεωρία όμως δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί από τα καταγεγραμμένα παραδείγματα οπλιτικής μάχης, η έκβαση των μαχών δεν την επιβεβαιώνει. Για παράδειγμα στην μάχη του Δηλίου το αριστερό κέρας της Αθηναϊκής παράταξης με βάθος 8 Οπλιτών μπόρεσε να αντισταθεί στην πίεση της Θηβαϊκής ενισχυμένης φάλλαγος των 25 ανδρών ανά στοίχο (Θουκιδίδης 4,93). Σύμφωνα με την θεωρία της αριθμητικής υπεροχής το Αθηναϊκό μέτωπο θα έπρεπε να είχε καταρρεύσει στα πρώτα δευτερόλεπτα της εμπλοκής χωρίς να είχε την παραμικρή δυνατότητα να διατηρήσει το μέτωπό του. Θεωρητικά το ίδιο μοτίβο θα είχε επαναληφθεί και στην μάχη των Λεύκτρων όταν η φάλαγγα των Θηβαίων με τα 50 άτομα βάθος (Ξενοφών. Ελληνικά 6.4.12) ήρθε αντιμέτωπη με το δεξί ολιγάριθμο κέρας των Σπαρτιατών. Παρόλα αυτά οι Σπαρτιάτες άντεξαν αρκετά την πίεση που είχε διατάξει ο ίδιος ο Επαμεινώνδας ώστε να επιχειρήσουν τον υπερφαλάγγιση/υπερκέραση της Θηβαϊκής παράταξης πριν εξουδετερωθούν από την εφεδρεία του Ιερού Λόχου.
Από την άλλη η αύξηση της συγκέντρωσης των Οπλιτών έκανε την χρήση των οπλών της πρώτης σειράς λιγότερο αναγκαία. Η μεγάλη συγκέντρωση και συσπέιρωση θα είχε ως άμεση συνέπεια την εξουδετέρωση της όποιας ελευθερία κινήσεων καθώς η μάζα διαδραμάτιζε τον πρωτεύοντα ρόλο ως δύναμη διάσπασης. Οι πληροφορίες που διασώζονται για την διάρκεια του ωθισμού παραμένουν σκοτεινό σημείο. Σύμφωνα με τον Θουκιδίδη, στο κέντρο της μάχης του Δηλίου οι ωθήσεις από τα αντίπαλα συμβαλλόμενα μέρη διέρκησαν μία μέρα. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να ερμηνευτεί η παραπάνω πληροφορία; Πως δικαιολογείται η τόση μεγάλη επιμήκυνση του χρόνου εμπλοκής; Ήταν δυνατόν ο ωθισμός να διαρκούσε πράγματι μία ολόκληρη ημέρα; Η πιο εύλογη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν ότι το μέτωπο των αντίπαλων φαλαγγών ανανεώνονταν από νέους οπλίτες των πίσω σειρών που κάθε φορά αντικαθιστούσαν τους πεσόντες του μετώπου.
Αυτή η αντικατάσταση θα είχε ως αποτέλεσμα την βράχυνση της χρονικής περιόδου της αναμέτρησης. Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι απώλειες και από τα δύο μέρη θα έπρεπε φυσιολογικά να είναι αυξημένες μιας και δεν θα γίνονταν λόγος για οικονομία δυνάμεων και ανθρώπινου προσωπικού. Στην προσπάθεια να κρατηθεί αρραγές το μέτωπο, όλες οι εφεδρείες θα αναλώνονταν σταδιακά στην πρώτη γραμμή γεγονός που δεν συνάδει με τις θεσμοθετημένες αρχές του οπλιτικού μάχεσθαι (οικονομία απωλειών-γρήγορη διευθέτηση). Εξάλλου στατιστικές έχουν αποδείξει ότι κατά μέσο όρο οι απώλειες των νεκρών Οπλιτών δεν ξεπερνούσαν το 14 % από την παράταξη των ηττημένων με τις περισσότερες απώλειες να καταγράφονται κατά την υποχώρηση (οι απώλειες των νικητών κυμαίνονταν γύρω στο 7% του συνόλου).
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως στην μάχη του Δηλίου οι συνολικές απώλειες των Βοιωτών δεν ξεπερνούσαν τους 500 νεκρούς ενώ αντίστοιχα των Αθηναίων τους 1000 νεκρούς. Ένα τέτοιο μικρό ποσοστό δεν δικαιολογεί την παραπάνω προτεινόμενη θεωρία περί επιμήκυνσης του χρόνου με την μέθοδο της ανανέωσης/αντικατάστασης της πρώτης γραμμής από οπλίτες της εφεδρείας. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ικανά να δικαιολογούν την μεγάλη διάρκεια της συγκεκριμένης μάχης καθιστώντας την μαρτυρία αυτή προβληματική. Έτσι λοιπόν αν πραγματοποιούνταν αντικατάσταση των πρώτων γραμμών από τις προηγούμενες θα έπρεπε να σκοτώνονται όλοι προκειμένου το μέτωπο να κρατηθεί αμετακίνητο.
Μήπως στην περίπτωση αυτή η παράρρηξις δεν ήταν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και η συμπλοκή απλά πραγματοποιήθηκε με ατομικές μονομαχίες; Ο ωθισμός εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να διαρκέσει παραπάνω από λίγα λεπτά της ώρας, διότι η πειθαρχία και ο συντονισμός που απαιτεί ο ελιγμός είναι δύσκολο να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση του ωθισμού οι στοίχοι πρέπει να ήταν πειθαρχημένοι έτσι ώστε να υπάρχει μαζική και ταυτόχρονη ώθηση προς τα εμπρός. Τι ρόλο είχαν να διαδραματήσουν οι πίσω σειρές σε αυτή την πρακτική;
Ο Αρριανός παραπάνω μας περιέγραψε με καθυστέρηση πέντε αιώνων, πως εξελίσσονταν οι κινήσεις προωθήσεως των μπροστινών γραμμών. Από την περιγραφή εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι Οπλίτες των πρώτων δύο ή τριών τουλάχιστον σειρών προέλαυναν με δρασκελισμούς προωθώντας την αριστερή πλευρά του σώματος η οποία προστατεύονταν από τις μεγαλόσχημες οπλιτικές ασπίδες. Η ώθηση προϋπέθετε την συμμετοχή των δύο χεριών των Οπλιτών πίσω σειρών κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα του κρεμάσματος των ασπίδων στις πλάτες ή στους ώμους τους.
Κατά πόσο όμως ήταν εφικτό κάτι τέτοιο ιδιαίτερα κάτω από διασπαστικές συνθήκες έντασης και αποδιοργάνωσης; Δύναται μία οπλιτική ασπίδα διαμέτρου 90 εκατοστών, βάρους 6 κιλών και με πόρπακα κάθετου ύψους 10-12 εκατοστών και πλάτους 10-13 εκατοστών να κρεμαστεί αποτελεσματικά στους ώμους ή στην πλάτη χωρίς να δημιουργεί συνθήκες τραυματισμού ή δυσκινησίας; Ακόμη, με τι τρόπο ωθούσε η τρίτη από την αρχή γραμμή την δεύτερη και αυτή με την σειρά της την πρώτη ; Από πία σειρά και πίσω άρχιζε ο ωθισμός με την χρήση των χεριών, ήταν η δεύτερη ή η τρίτη ; Άλλο ερώτημα προς εξέταση είναι πότε ακριβώς γίνονταν ο ωθισμός, στην αρχή , στην μέση ή στο τέλος της συμπλοκής. Λογικοφανές είναι ο ωθισμός να εφαρμόζονταν με συντεταγμένο τρόπο από την αρχή της μάχης, δεν υπήρχε λόγος να λαμβάνει χώρα στο τέλος μετά από μία ανοιχτή μάχη σώμα μα σώμα (μονομαχία). Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό από πλευράς σπατάλης ενέργειας, χρόνου και θα είχε σίγουρα λυτικό αντίκτυπο στην πειθαρχία της επιτιθέμενης παράταξης. Ο ωθισμός από την αρχή θα μπορούσε να αναδείξει τον νικητή και να ήταν νικηφόρος.
Η γενικευμένη άποψη που θέλει τον ωθισμό να εφαρμόζονταν στο τέλος της μάχης έχει επικρατήσει λανθασμένα, προέρχεται από την περιγραφή του Ηροδότου στην περιγραφή του για την μάχη των Πλαταιών (9.62) στην οποία οι Σπαρτιάτες μετά από μία σώμα με σώμα μάχη με το Περσικό πεζικό σχημάτισαν κλειστή παράταξη μην έχοντας άλλη επιλογή μετά το χάσιμο των δοράτων τους (άραγε ταυτόχρονη απώλεια; τα ξίφη δεν θα μπορούσαν αν λειτουργήσουν ως εναλλακτικό επιθετικό όπλο;). Το κατά πόσο είναι αληθές το παραπάνω περιστατικό είναι γεγονός πως δεν δύναται να ελεγχθεί. Ως ελιγμός φαίνεται παράτολμος ιδιαίτερα για τον συντηρητισμό των Σπαρτιατών, από πρακτικής πλευράς κρίνεται σχεδόν ανέφικτος μιας και από έναν χαώδη ανοιχτό σχηματισμό θα έπρεπε να συμπτυχθούν ταυτόχρονα σε πυκνή παράταξη μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας με σκοπό να ωθήσουν τους Πέρσες μοναχά με τις ασπίδες τους!

Προς αμφισβήτηση είναι και ο τρόπος χρήσεως των όπλων κατά την διάρκεια του ωθισμού αν και όποτε αυτός εκτελούνταν. Φαίνεται απίθανο η πρώτη σειρά οπλιτών, όσο έμπειροι και εκπαιδευμένοι να ήταν, να μπορούσε να κάνει χρήση των όπλων την στιγμή που τα σώματά τους δέχονταν την φυσική πίεση δεκάδων ανδρών στα νώτα τους. Σε μία τέτοια έντονη κατάσταση η προτεραιότητα του μπροστινού οπλίτη θα ήταν να κρατήσει την ισορροπία του προς αποφυγή επώδυνης πτώσης ή μηχανικής σύνθλιψης του. Από την άλλη η πιο εύλογη στάση του σώματος ήταν να βρίσκεται «χωμένο» στο κοίλο μέρος της ασπίδας προσπαθώντας από την μία να καλύψει τα μέρη του σώματός του και από την άλλη να ωθεί την ασπίδα με όλες του τις δυνάμεις μέχρι να νιώσει την αντίσταση να χαλαρώνει, ένδειξη οπισθοχώρησης του αντιπάλου. Συν της άλλης θα έπρεπε να φροντίζει να διατηρηθεί η συμπάγεια του μετώπου προσπαθώντας να μην αφήνει κενά αριστερά και δεξιά της ασπίδας του (πύκνωσιν). Υπό τέτοιες δραματικές συνθήκες η χρήση των όπλων με σκοπό τον τραυματισμό αντίπαλου Οπλίτη καθίσταται αδύνατη.
Οι απόψεις που υποστηρίζουν τον ρόλο των πίσω εφεδρειών να περιορίζεται στο να ενθαρρύνουν τους Οπλίτες του μετώπου ή να τους συγκρατούν για τυχόν αποφυγή υποχώρησης προς τα πίσω κατά την διάρκεια του ωθισμού δεν θα πρέπει να λαμβάνονται ως αληθοφανή επιχειρήματα. Οι μπροστινές σειρές αποτελούνταν από τους πιο έμπειρους και τους πιο θαρραλέους, αυτοί θα έπρεπε να ενθαρρύνουν τις πίσω εφεδρείες.
Ένα ακόμη στοιχείο που συνδέονταν με τον ελιγμό του ωθισμού ήταν ο βηματισμός. Το κύριο ερώτημα είναι κατά πόσο πριν τον ωθισμό προηγούντο ορμητική προώθηση ή όχι με απώτερο σκοπό την αύξηση της ορμής κατά την πρώτη σύγκρουση. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (6.112) στην μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ πραγματοποιήθηκε το πρώτο Οπλιτικό τρέξιμο στην ιστορία. Για το αν οι Αθηναίοι οπλίτες διένυσαν όλη την απόσταση τρέχοντας (περίπου 1500 μέτρα), όπως υποστηρίζει ο Ηρόδοτος, υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες. Κάτι τέτοιο πιθανότατα θα είχε προκαλέσει διάλυση της Ελληνικής παράταξης πριν καλά προσεγγίσουν την αντίπαλη Περσική, ο βαθμός πειθαρχίας και συντονισμού που θα απαιτούντο για την επίτευξη αυτού του ελιγμού θα ήταν ασύλληπτος. Επίσης το παρατεταμένο τρέξιμο των οπλιτών με πλήρη οπλισμό βάρους περίπου 20 κιλών κάτω από υψηλή θερμοκρασία πρακτικά θα εξουθένωνε τις σωματικές τους αντοχές πριν καλά καλά αρχίσει η πραγματική εμπλοκή. Από την άλλη η απαραίτητη ταχύτητα θα μπορούσε κάλλιστα να επιτευχθεί στα τελευταία 200 μέτρα δηλ. εντός του δραστικού βεληνεκούς των Περσικών βελών.
Το πιο πιθανό σενάριο ήταν η Αθηναϊκή παράταξη να έπληξε ορμητικά την παράταξη των Περσών χωρίς να γίνει χρήση όπλων, ένα συμπαγές τείχος από ασπίδες θα έπεσε με δύναμη πάνω στο Περσικό μέτωπο διασπώντας το. Αν τώρα μετά την πρώτη αυτή σύγκρουση ακολούθησε ξανά ωθισμός ή μονομαχία είναι δύσκολο να λεχθεί λόγου έλλειψης στοιχείων. Το πιο εύλογο είναι ότι οι Αθηναίοι με το τρέξιμο αποσκοπούσαν στην αρχική διάρρηξη της Περσικής πλευράς παρά στην αποφυγή των βελών. Ακόμα, ο Θουκυδίδης αναφέρει ως εξαίρεση τον πολύ αργό αλλά σταθερό βηματισμό των Σπαρτιατών μεταξύ των Ελλήνων (5.70) ενώ στην περιγραφή του για την μάχη του Δηλίου αναφέρει πως η Αθηναϊκή παράταξη εφόρμησε με τρέξιμο (4.96.1). Μιά άλλη σχετική μαρτυρία διασώζει ο Ξενοφώντας όταν αναφέρεται στο τρέξιμο των Ελλήνων φαλαγγιτών στην μάχη στα Κουναξά το 401 π.Χ (Αναβ. 1.8.18).
Το συμπέρασμα που διεξάγεται είναι πως ο έντονος βηματισμός ή ακόμα και το τρέξιμο ήταν χαρακτηριστικό του αρχαίου Οπλιτικού μάχεσθαι καθώς προηγούντο του ωθισμού. Μία ορμητική προέλαση μετατρέπει το μέτωπο της φάλαγγος σε έμβολο καθιστώντας την χρήση επιθετικών όπλων π.χ δοράτων περιττή στο στάδιο αυτό.

Παράρρηξις και κύκλωσις
Η παράρρηξις αναφέρεται στην κατάρρευση του μετώπου της αντίπαλης φάλαγγας είτε υπό την πίεση των αντιπάλων είτε λόγω των απωλειών που προκαλούσαν οι επιμέρους αψιμαχίες των πρώτων γραμμών. Η παράρρηξις του μετώπου σε ένα σημείο δεν σημαίνει αυτόματα γενικευμένη κατάρρευση. Αν αναλογιστούμε πως το μέτωπο της φάλαγγος αναπτύσσονταν κατά μέσο όρο σε έκταση ενός χιλιομέτρου κατανοούμε ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ελιγμών από την πλευρά της διασπασμένης φάλαγγας, κοντολογίς η κατά τόπους κατάρρευση ενός μετώπου δεν σήμαινε καθολική αποδιοργάνωση και ήττα. Πολλές φορές ως τακτικός ελιγμός επιλέγονταν η προγραμματισμένη αποδυνάμωση του κέντρου της παράταξης με στόχο την επίτευξη αποτελεσματικότερης κύκλωσις του αντιπάλου π.χ Μάχη Μαραθώνα. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μάχη των Λεύκτρων, ενώ το μέτωπο της Σπαρτιατικής φάλαγγος κατέρρεε σταδιακά υπό την πίεση των Θηβαίων, το δεξιό άκρο της προχωρούσε κανονικά σε ελιγμό υπερφαλάγγισης.
Η κύκλωσις μπορούσε να εφαρμοστεί ανεξαρτήτως της παράρρηξις, στην εύλογη περίπτωση που η τελευταία είχε συμβεί σε κάποια απόσταση ασφαλείας από το δεξιό επιτιθέμενο κέρας. Παραπέρα, η κύκλωσις ως προαιρετικός τακτικός ελιγμός δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται ως αναγκαίο στάδιο στην εξέλιξη της συμπλοκής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη της συμπεριφοράς της φάλαγγος κατά τους Μηδικούς πολέμους. Για πρώτη φορά στις συρράξεις αυτές, οι Ελληνικές παρατάξεις αντιμάχονταν με μη Ελληνικά στρατεύματα με σύνθεση, όπλα, και τακτικές που διέφεραν από τον παραδοσιακό Ελληνικό τρόπο του μάχεσθαι. Εκεί που επικεντρώνεται η προσοχή των Ελλήνων Ιστορικών κατά τον σχολιασμό του Περσικού στρατού είναι στην έλλειψη πειθαρχίας και συμπάγειας. Ο Ηρόδοτος αποδίδει την ήττα των Περσικών στρατευμάτων στις Πλαταιές (9.62) και στις Θερμοπύλες (7.211) στην έλλειψη πειθαρχίας και τάξης ανάμεσα στις γραμμές των Περσών. Για αυτήν την ενδογενή αδυναμία τους αποκαλεί απαξιωτικά ως ανεπιστήμονες. Οι Πέρσες Οπλίτες βασισμένοι στην αριθμητικά υπέρτερη δύναμή τους ενεργούσαν ασύνταχτα και σπασμωδικά, μην έχοντας δεχθεί κατάλληλη εκπαίδευση και στρατιωτική αγωγή εξορμούσαν σε κύματα ως μπουλούκια πάνω στις συντεταγμένες Ελληνικές φάλαγγες με αιματηρά συνήθως για αυτούς αποτελέσματα. Γεγονός παραμένει πως η Ελληνική φάλαγγα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μονάχα από μία άλλη φάλαγγα του ιδίου είδους και σύνθεσης.
Ποια τώρα πρέπει να ήταν η εντύπωση των Ελλήνων φαλαγγιτών για την μάζα των ανεκπαίδευτων Βαρβάρων που βρίσκονταν απέναντί τους διεκδικώντας τον τόπο και την ελευθερία τους δεν είναι δύσκολο να υποπτευθεί. Με ανώτερο εξοπλισμό, και στρατιωτική πειθαρχία, με ανώτερη φυλετική και πολιτιστική συνείδηση οι Έλληνες της εποχής εκείνης δεν έβλεπαν την ώρα να ισοπεδώσουν το αντίπαλο στράτευμα υπερασπιζόμενοι τα πατρώα εδάφη και ιερά.

Από την παραπάνω ανάλυση γίνεται φανερό πως στην πραγματικότητα ακόμη και σήμερα και παρόλο τις κυλιόμενες έρευνες δεκαετιών δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι για τον τρόπο που ενεργούσε η φάλαγγα υπό τις διάφορες συνθήκες μάχης(γεωγραφία εδάφους, αριθμό οπλιτών κλ). Η παγιωμένη θεωρητικά επαλληλία των 4 διαδοχικών φάσεων της μάχης αποδεικνύεται αναξιόπιστη υπό το βάρος των νέων συμπερασμάτων που ανακύπτουν μέσα από τις σημερινές πειραματικές διατάξεις αναπαράστασης Οπλιτικής φάλαγγας. Τα διασωθέντα λογοτεχνικά τεκμήρια παρά την πληθώρα τους δεν είναι ικανά να μας βοηθήσουν στην πλήρη ανακατασκευή του Αρχαίου Ελληνικού τρόπου του μάχεσθαι, κοντολογίς δεν επαρκούν για μία πλήρη περιγραφή της εξέλιξης της εμπλοκής. Εκ των πραγμάτων η ανασύνθεση μίας εμπλοκής φαλαγγιτών παραμένει ένα ανοιχτό πεδίο για περαιτέρω διεξαγωγή πειραματικής έρευνας.
Παρά τις όποιες αναλύσεις και περιγραφές του κλασσικού τρόπου «μάχεσθαι» των δύο τελευταίων αιώνων από Ακαδημαϊκούς και μη, η ακριβής διαδικασία εμπλοκής της φάλαγγας δεν είναι ξεκάθαρη.
Ασπίδα
Ίσως το κυριότερο και πιο αναγνωρίσιμο στοιχείο της Οπλιτικής αμυντικής εξάρτησης ήταν η ασπίδα. Όσον αφορά τον κατασκευαστικό τομέα θα ήταν φρονιμότερο να μιλάμε για μία σχολή κατασκευής ασπίδων, καθώς υπήρχαν διάφορες μεθοδολογίες δημιουργίας της. Η βασική τυπολογία οπλιτικής ασπίδας απαιτούσε ξύλινο συμπαγές σκελετό, στρογγυλή διατομή, διάμετρο μεταξύ 80 και 100 εκατοστών, λαβή και αντιλαβή. Έχει επικρατήσει η άποψη πως το βάρος μίας οπλιτικής ασπίδας κυμαίνονταν περίπου στα 10 κιλά αν όχι παραπάνω. Η άποψη αυτή θα πρέπει να θεωρείται ανεδαφική για πρακτικούς πρωτίστως λόγους καθώς το βάρος αυτό θα απαγόρευε όποιο χειρισμό της μόλις μετά από μερικά λεπτά της ώρας. Από πειραματικές ανακατασκευές προκύπτει το συμπέρασμα πως το μέσο βάρος της οπλιτικής ασπίδας θα έπρεπε να κυμαίνονταν στα 5,5 με 6 κιλά. Αυτό ισοδυναμεί με ένα μέσο πάχος ενός εκατοστού σε όλη την επιφάνεια και μία μέση διάμετρο 90 εκατοστών. Η πιθανόν μπρούτζινη/ χάλκινη/ορειχάλκινη επένδυση δεν θα μπορούσε να ξεπερνά τα 0,4 χιλιοστά του μέτρο σε πάχος καθώς το βάρος της επένδυσης αυτής ανέρχεται στα 2,5 κιλά περίπου. Τα μεγέθη αυτά επαληθεύονται στην αποκαλούμενη «ασπίδα του Βατικανού» της οποίας το συνολικό βάρος αγγίζει τα 7,5 κιλά (5 κιλά ζυγίζει ο ξύλινος πυρήνας και 2,5 κιλά η μπρούτζινη επένδυση, βρίσκεται στο Museo Gregoriano). Η λεπτότητα της επένδυσης είναι σφάλμα να λαμβάνεται ως αναποτελεσματική καθώς μετά την κατάλληλη επεξεργασία (σφυρηλάτημα) η αντοχή της σε πλήγματα είναι εντυπωσιακή λόγω της αλλαγής της μοριακής της δομής και των μηχανικών τάσεων. Η όποια μεταλλική επένδυση επικολούνταν στον ξύλινο σκελετό με καρφιά, μία γρήγορη και αξιόπιστη μέθοδος στερέωσης.
Σε κάθε περίπτωση απαιτούνταν εξειδικευμένη εργασία από έμπειρα χέρια τεχνιτών. Η Οπλιτική ασπίδα είχε σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σχηματισμού φάλαγγος. Η χρήση της για διαφορετικούς σκοπούς πέρα της φάλαγγος καθίσταντο προβληματική λόγω του μεγάλου σχήματος και βάρους π.χ κυνήγι, έφιππη αναμέτρηση κλπ. Το μέσο βάθος του κοιλώματος ήταν περίπου 10 εκατοστά, το χαρακτηριστικό αυτό της πρόσδιδε ορισμένα πλεονεκτήματα όπως:
αυξημένα επίπεδα προστασίας καθώς ο οπλίτης μπορούσε να «χωθεί» στο κοίλωμα καλύπτοντας όσον τον δυνατό περισσότερο το σώμα του
μεταξύ του σημείου διάτρησης και του σώματος μεσολαβούσε ένα διάστημα ασφαλείας τουλάχιστον 10 εκατοστών γεγονός που μείωνε τον κίνδυνο θανατηφόρου πλήγματος
λόγω του κοιλώματος ο βραχίονας εφάπτονταν πιο αποτελεσματικά προσαρμόζονταν καλύτερα στην εσωτερική επιφάνεια
το κοίλο μέρος κοντά στην στεφάνη (εσωτερικό γείσο) μπορούσε να χρησιμεύσει ως υποδοχή για να κρεμαστεί στον αριστερό ώμο μεταφέροντας μέρος του βάρους της στο κύριο σώμα σε περίπτωση πολύωρης εμπλοκής ή πορείας
η εξωτερική επιφάνεια λόγω της έντασής της είχε την ικανότητα να αποστρακίζει ευκολότερα τα εισερχόμενα βλήματα κατευθύνοντας την κινητική τους ενέργεια προς άλλες διευθύνσεις μακριά από το σώμα του ιδιοκτήτη της.
Ο βραχίονας του αριστερού χεριού κλείδωνε στο εσωτερικό της ασπίδας με το σύστημα της λαβής –αντιλαβής. Η λαβή, πλάτους τουλάχιστον δέκα εκατοστών, τοποθετούνταν στο κέντρο της εσωτερικής κοιλότητας έτσι ώστε ο χειρισμός της να γίνεται με μεγαλύτερη ευκολία λόγω των δυνάμεων ροπής που αναπτύσσονται με την κίνηση του βραχίονα και του πήχη.
Είναι εντυπωσιακό πόσο εύκολα κανείς μπορεί να ελέγξει και να κατευθύνει την ασπίδα προς κάθε κατεύθυνση μέσο του συστήματος λαβής αντιλαβής. Το τελευταίο δεν θα μπορούσε να ισχύσει σε περίπτωση που η ασπίδα δεν ήταν στρογγυλή π.χ σε αντίθεση με ότι συνέβαινε με τις ορθογώνιες ασπίδες των Ρωμαίων Λεγεωνάριων. Η άποψη πως το στρογγυλό σχήμα επιλέχθηκε για να αποφευχθεί το βάρος των «νεκρών» γωνιών δεν θα πρέπει να ευσταθεί. Η θέση που θεωρεί πως η τεχνολογική επινόηση και εφαρμογή του συστήματος λαβής –αντιλαβής οδήγησε στην δημιουργία της φάλαγγος κρίνεται ως υπερβολή. Σίγουρο είναι πως παρόμοιες διατάξεις στήριξης υπήρξαν και σε γειτονικούς στρατούς χωρίς ωστόσο να οδηγήσουν στην υιοθέτηση της Οπλιτής φάλαγγας Ελληνικού τύπου π.χ ακόμα πιο πρόσφατα, στις ασπίδες του Δυτικού Μεσαίωνα παρατηρούνται παρόμοιοι τρόποι στερέωσης χωρίς βέβαια να οδηγήσουν σε ανάλογη εξέλιξη.
Μια ασπίδα μπορούσε να κατασκευαστεί με διάφορους τρόπους, η επιλογή της κατασκευαστικής πρότασης είχε να κάνει με λόγους πρακτικής φύσεως π.χ την οικονομική δυνατότητα του οπλίτη, τα διαθέσιμα υλικά, στις επικρατούσες τεχνικές των διαφόρων εργαστηρίων κλπ. Ο ξύλινος σκελετός θα μπορούσε να κατασκευαστεί από ένα μονοκόματο πυρήνα ξύλου, από ξεχωριστές σανίδες ενωμένες μεταξύ τους αλλά και από πιο ευτελή υλικά π.χ καλάμια κλπ. Η τεχνική της τόρνευσης φαίνεται ως η πιο κατάλληλη για κατασκευές αυτού του είδους όπου η συμμετρία διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο. Εσωτερικά όλες οι ασπίδες ακολουθούν περίπου το ίδιο βασικό επαναλαμβανόμενο σχέδιο, ένας ευθύς μεταλλικός βραχίονας στήριξης του πόρπακα (λαβής) που διατρέχει όλο το μήκος της διαμέτρου ενισχύοντας την συμπάγεια, έναν αριθμό κρίκων που κυμαίνονται μεταξύ έξι και οχτώ και βρίσκονται περιφερειακά της στεφάνης και τέλος κάποιου είδους επένδυσης για αισθητικούς ή για πρακτικούς λόγους. Η αντιλαβή στις περισσότερες των περιπτώσεων σχηματίζεται μέσω του συστήματος των κρίκων με την βοήθεια δερμάτινου ιμάντα ανάρτησης (τελαμώνες) έτσι ώστε να προσαρμόζεται στο μήκος του βραχίονα του οπλίτη. Τα λουριά στο εσωτερικό της ασπίδας δημιουργούσαν χειρολαβές διαφορετικού μεγέθους επιτρέποντας διάφορες λειτουργίες στο πεδίο της μάχης π.χ κρέμασμα ασπίδας στην πλάτη, γρήγορο ανασήκωμα από το έδαφος κλπ.
Η Οπλιτική ασπίδα θα πρέπει να θεωρείται ως ένα πολύ εξειδικευμένο εργαλείο άριστα προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του απαιτητικού Οπλιτικού μάχεσθαι. Έχει κατασκευαστεί εξαρχής για να συνδυάζει μέγιστη κινητικότητα και μέγιστη δυνατότητα κάλυψης. Σε αντίθεση με τις «πυργόσχημες» και «οχτάσχημες» ασπίδες των Μυκηναϊκών χρόνων (τουλάχιστον σε χρήση από το 1600 π.Χ) δεν έχει σχεδιαστεί για να προσφέρει προστασία σε όλη την έκταση του ανθρώπινου σώματος. Ο εν λόγω σχεδιασμός επιτρέπει στον Οπλίτη αυξημένη κινητικότητα των κάτω άκρων, ο μαχητής είναι σε θέση αν χρειαστεί να αναπτύξει ταχύτητα χωρίς να εμποδίζεται ο δρασκελισμός του. Επίσης η ασπίδα μέσω του συστήματος λαβής–αντιλαβής μπορεί να «κλειδώσει» με μεγάλη σταθερότητα και ασφάλεια στο αριστερό χέρι του μαχητή γεγονός που δεν παρατηρείται στις ασπίδες της Μυκηναϊκής εποχής των οποίων ο χειρισμός ήταν προβληματικός.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η ασπίδα πλέον γίνεται πλέον μία προέκταση του αριστερού χεριού. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως η μαχητική ικανότητα του Οπλίτη θυσιάζεται προς όφελος της προστασίας με την ακινητοποίηση του αριστερό βραχίονα και πήχη. Εκ πρώτης όψεως το σύστημα λαβής –αντιλαβής καθιστά απαγορευτική την όποια χρήση επιθετικού όπλου από το αριστερό χέρι, από μία άλλη όμως θεώρηση δεν εμποδίζει σε τίποτα να μετατραπεί η ίδια η ασπίδα σε επιθετικό όπλο, δηλ. χρήση ως έμβολο κατά την φάση του ωθισμού.



Μια καλής κατασκευής ασπίδα ήταν μέλημα πρωτίστης σημασίας, έπρεπε να ήταν με τέτοιο τρόπο κατασκευασμένη έτσι ώστε να είναι ικανή να προσφέρει ικανοποιητική προστασία από προσβολές αλλά και να αντέχει στις καταπονήσεις που προκαλούσαν οι μηχανικές πιέσεις (και προς τις δύο αντίθετες κατευθύνσεις) κατά την διάρκεια των εμπλοκών. Όσο πάλι για την καθιερωμένη αντίληψη ότι οι οπλίτες ονομάστηκαν κατά αυτό τον τρόπο από το «Όπλον» δηλ. την ασπίδα νέες έρευνες απέδειξαν πως δεν είναι παρά μία παρανόηση. Οι J. F. Lazenby και David Whitehead βασισμένοι σε αναλύσεις πρωτογενών λογοτεχνικών πηγών απέδειξαν πως η ασπίδα δεν ήταν παρά ένα μέρος της οπλοσκευής και ότι ο όρος «Οπλίτης» δεν σημαίνει παρά ο άνδρας που φέρει τα όπλα , μεταξύ αυτών και την ασπίδα.
Με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από τις ανακατασκευές, το συνολικό μέσο βάρος ενός βαριά θωρακισμένου οπλίτη της Κλασσικής αρχαιότητας πρέπει να αναθεωρηθεί. Η παραδοσιακή άποψη θέλει το συνολικό βάρος της οπλοσκευής στα 30-35 κιλά. Στην πραγματικότητα το συνολικό πραγματικό βάρος κυμαίνονταν στα 20-22 κιλά. Με μία ξύλινη οπλιτική ασπίδα βάρους 6 κιλών, ένα λινοθώρακα βαρέος τύπου με μέσο βάρος 10 κιλών, ένα κράνος 2 κιλών, ενός σπαθιού 2,5 κιλών το άθροισμα ισοδυναμεί με 20,5 κιλά. Με την προσθήκη περικνημίδων το μέγιστο βάρος θα άγγιζε τα 23 κιλά περίπου. Το ελάχιστο βάρος ενός λινοθώρακα είναι περίπου 3,5-4 κιλά. Έτσι λοιπόν το μέσο συνολικό βάρος ενός Οπλιτη του 5ου αιώνα με πλήρη εξάρτηση κυμαίνονταν μεταξύ 17 και 23 κιλών.

Από την περαιτέρω ανάλυση της εικόνας εξάγεται το συμπέρασμα πως οι ασπίδες αυτές στην πραγματικότητα κρέμονταν από το σώμα των οπλιτών καλύπτοντας όλη την αριστερή πλευρά, δηλ. στην ουσία την πλάτης τους αφήνοντας το υπόλοιπο σώμα πρακτικά ακάλυπτο σε μετωπική προσβολή. Ο όλος χαρακτήρας της εμπλοκής βρίσκεται εστιασμένος στην προσβολή με το δόρυ ενώ η άμυνα έχει παθητικό χαρακτήρα, η κίνηση της ασπίδας στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ελεγχθεί εύκολα και συνεπώς η προστασία που μπορεί να προσφέρει σε κατά μέτωπον προσβολή είναι ελάχιστη.
Η σταδιακή ανάπτυξη και καθιέρωση των μεταλλικών κωδωνόσχημων πανοπλιών έκανε τις ασπίδες να μειωθούν σε μέγεθος, πλέον η ασπίδα δεν υπήρχε λόγος να ήταν τόσο μεγάλη μίας και ο αμυντικός οπλισμός είχε αυξηθεί με την μορφή των ανατομικών μεταλλικών πανοπλιών. Όπως γίνεται αντιληπτό από την εικόνα οι μαχητές δεν φέρουν κάποιου είδους ανατομικού θώρακα γεγονός που αναβαθμίζει την σημασία του αμυντικού χαρακτήρα της ασπίδας ως του αποκλειστικού παράγοντα προστασίας.
Η Οπλιτική ασπίδα από τον 7ο π.Χ αιώνα σχεδιάζεται με σκοπό να ενεργεί και ως επιθετικό οπλό μόνιμα προσδεδεμένο πάνω στο σώμα του Οπλίτη. Η κοίλη ασπίδα δεν ήταν απλά αναρτημένη πάνω στο σώμα του οπλίτη ως ανόργανο παθητικό εξάρτημα αλλά είχε γίνει πλέον μετατραπεί σε μία ζωντανή προέκτασή του. Είχε σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να επιτρέπει στον φορέα της ανάπτυξη ταχύτητας των κάτω άκρων, εύκολο χειρισμό και να συνδιάζει με επιτυχία αμυντικό και επιθετικό χαρακτήρα. Ο ωθισμός δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με επιτυχία χρησιμοποιώντας κάποιος τεράστιες ασπίδες που δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη ταχύτητας και είναι αδύνατον να αντέξουν σε ισχυρές μετωπικές μηχανικές καταπονήσεις τύπου «πολιορκητικού κριού». Ο συμπαγής ξύλινος κατά κανόνα πυρήνας της ασπίδας εκτός της απαραίτητης προστασίας, πρόσδιδε την απαραίτητη υποδομή για βίαιες μετωπικές συγκρόυσεις. Το κύριο μειονέκτημα που πρόεκυψε από την σμίνκρυνση του μεγέθους της ήταν το ευσπρόβλητο των κάτω άκρων, η αδυναμία αυτή αντιμετωπίστηκε με την χρήση μεταλλικών επικαλαμίδων και ακόμα με την προσθήκη δερμάτινου ή υφασμάτινου παραπετάσματος που προσαρτήθηκε στο κάτω μέρος της οπλιτικής ασπίδας. Η χρήση των εξαρτημάτων αυτών αύξησε το συνολικό βάρος της Οπλιτικής εξάρτησης.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
J. F. Lazenby; David Whitehead.The Myth of the Hoplite\’s Hoplon, The Classical
Quarterly, New Series, Vol. 46, No. 1. (1996), pp. 27-33.
Robert D. Luginbill. Othismos: The Importance of the
Mass-Shove in Hoplite Warfare.Phoenix, Vol. 48, No. 1. (Spring, 1994), pp. 51-61
A. M. Snodgrass The Hoplite Reform and History: Source: The Journal of Hellenic Studies, Vol. 85 (1965), pp. 110-122 Published by: The Society for the Promotion of Hellenic Studies
Γεώργιος Σταινχάουερ. Ο πόλεμος στη αρχαία Ελλάδα (2001).Εκδόσεις
Παπαδήμα
Δημήτρης Σ. Μπελέζος,Νίκος Γιαννόπουλος Στρατιωτική Ιστορία, σειρά Μεγάλες Μάχες. Μαραθώνας, η Αθήνα συντρίβει την Περσική Υπεροψία . Τέυχος 21
Η. Delbruck: History of the art of war – «Warfare in antiquity», Bison Books, University of Nebrasca 1990
V.D. Hanson: «Ο Δυτικός τρόπος πολέμου, η αποφασιστική μάχη στην κλασσική Ελλάδα». Εκδόσεις Κ.Τουρίκη, Αθήνα
Peter Connolly ( 1998).Greece and Rome at War. Εκδόσεις ανατύπωση από Greenhill Books.
Nickolas Victor Secunda (1986). The ancient Greeks . Osprey Elite Series 7.
Nick Secunda& Richard Hook (1998). The Spartan Army. Osprey, Elite Series 66
The Greek Age of Bronze salimbeti.com/micenei/shields1.htm
Copyright of KORYVANTES Association - do not copy or reproduce without permission