Η πληρέστερη και πλέον περιεκτική αποτύπωση της χρήσης των όπλων χειρός του Ελληνικού Κόσμου από τα πρώιμα-Μυκηναϊκά έως τα Ελληνιστικά χρόνια
Η χρήση του ξίφους στους Ελληνικούς στρατούς της αρχαιότητας ήταν δεδομένη αλλά ουδέποτε εξίσου εκτενής με αυτή του δόρατος. Φυσικά οι τύποι ξίφους, η ευρύτητα, η συχνότητα και το είδος χρήσης τους άλλαζαν με την διαφοροποίηση των μεθόδων μάχης, όμως σαν γενική εικόνα μπορεί να θεωρηθεί ότι οι Έλληνες ουδέποτε ανέπτυξαν για το ξίφος τη λατρεία που αυτό έλαβε από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. «κέρδισα κάτι με το δόρυ» ήταν η ελληνική έκφραση, και όχι «με το σπαθί μου», όπως έχει επικρατήσει σήμερα. Δορυάλωτος ήταν η λέξη για τον αιχμάλωτο.
Η χρήση ξίφους ήταν σχετικά δευτερεύουσα, πλην εξαιρέσεων (ανθρώπων και εποχών) και γενικά υποδείκνυε έσχατη ανάγκη ή τέλος μιας σύγκρουσης. Παρ’ όλ’ αυτά, το ξίφος – και το εγχειρίδιο- ουδέποτε έλειψε από τον εξοπλισμό των (ευπόρων) Ελλήνων, αν και η επιτυχής χρήση του ήταν τελείως άλλο θέμα.
Πρώτο- και Ύστερο-Μυκηναϊκή εποχή
Το σπαθί ήταν το βασικό- αλλά όχι το μοναδικό- όπλο χειρός της μυκηναϊκής εποχής. Η λέξη της γραμμικής Β’ είναι «φάσγανο» και πρόκειται για ένα όπλο μόνο νυκτικό, ιδιαίτερα επίμηκες και λεπτό, με ενισχυτική νευρά στο μέσο και κατά μήκος της λεπίδας, που μπορεί μεν να φαίνεται εύθραυστο, αλλά επιτρέπει είτε διάτρηση της πανοπλίας είτε διέλευση της αιχμής από τα κενά που άφηναν τα φάλαρα στις κινήσεις. Η μεγάλη του χρησιμότητα είναι εναντίον βαρέων ασπίδων.
Σίγουρα πάντως, ένα τέτοιο, λεπτεπίλεπτο σπαθί, δεν επιτρέπει κρουστικά πλήγματα, ούτε θλαστικά πλήγματα αξιώσεων και δεν έχει σχεδιαστεί για να αντέχει στην καταπόνηση της ξιφομαχίας. Είναι όπλο ενός αιφνιδιαστικού πλήγματος. Το αρχικό δείγμα, στην ανατολή της εποχής που εξετάζουμε, έχει στρογγυλεμένη ράχη (με ακιδοειδή προεξοχή για ενσφήνωση στο υλικό της λαβής), διότι η κατεργασία αυτή είναι περισσότερο απλή. Ομως αυτό καθιστά τη λαβή μάλλον επισφαλή.
Επόμενη εξέλιξη είναι η αγκιστροειδής ράχη, που επιτρέπει την μονοκόμματη κατασκευή σπαθιού-λαβής, με απλή επίστρωση του ελάσματος της τελευταίας με άλλο υλικό όπως κέρατο, ξύλο, κόκαλο, το οποίο στερεώνεται μέσω μεταλλικών καρφιών και για το λόγο αυτό στην Ιλιάδα τα ακριβά ξίφη αναφέρονται ως «χρυσόηλα» ή «αργυρόηλα» (ήλος= καρφί). Δίνει καλύτερα χαρακτηριστικά νύξης και μια υποτυπώδη λειτουργία χειροφυλακτήρα, πράγμα που εμμέσως σημαίνει ανάπτυξη μεθόδων ξιφομαχίας.
Λίγο αργότερα θα εμφανιστεί το σταυρωτό φάσγανο, εξέλιξη του προηγούμενου, με ακόμα ισχυρότερη λαβή και παχύτερη βάση της λεπίδας, που σήμαινε και δυνατότητα υποτυπώδους θλαστικής χρήσης. Σε κάθε πάντως περίπτωση, φέρει – όπως και η αιχμή της εγχείας – επιμήκη νεύρωση, κάτι που τονίζει τόσο τη νυκτική του αποστολή όσο και τη δομική του αδυναμία. Η λαβή, αποτελούμενη από το έλασμα, το καθεαυτό υλικό της λαβής και τους ήλους που το σταθεροποιούν στα ομηρικά αναφέρεται ως «κώπη», και πιθανόν από αυτή τη λέξη, που σημαίνει λαβή, να προήλθε και η λέξη για το κουπί, με σαφή τη σημασία της λαβής, απ’ όπου το κρατούσε ο ερέτης. Το ξίφος τοποθετείται μέσα σε «κολεό», ο οποίος είναι διακοσμημένος και δεν αναφέρεται το υλικό κατασκευής του (στην Ιλιάδα) ενώ αναρτάται δίπλα στον μηρό από ιμάντα που αναφέρεται ως «τελαμώνας» αλλά και ως «αορτήρας«- σε αντίθεση, ο ιμάντας της ασπίδας αναφέρεται μόνο ως «τελαμώνας«. Η λέξη αορτήρας προέρχεται από το ρήμα αίρω= σηκώνω και είτε σημαίνει «αυτό που σηκώνει (= φέρει) το ξίφος» είτε προέρχεται από τη λέξη «άορ«, μια ειδική λέξη για το ξίφος που είναι μεταγενέστερη και θα εξεταστεί αργότερα.
Στην πρώτο-Μυκηναϊκή εποχή λοιπόν το σπαθί είναι ένα όπλο υποκατάστασης του δόρατος και χρησιμοποιείται με παρόμοιο τρόπο και βοηθητικά. Είναι αλήθεια ότι σε όλες τις εποχές όπου εμφανίστηκαν αυστηρά πειθαρχημένοι στρατοί, που πολεμούσαν σε παράταξη (είτε εκτελούσαν ελιγμούς είτε όχι) το σπαθί υπήρξε δευτερεύον όπλο, που χρησιμοποιείται μετά την πρώτη, βίαια και συνήθως κρίσιμη κρούση. Παραδείγματα από την διεθνή στρατιωτική ιστορία είναι πολλά. Το βαρύ Αιγυπτιακό πεζικό με τις μεγάλες τριγωνικές ασπίδες και τις βαθιές παρατάξεις, το αντίστοιχο Σουμεριακό, μερικούς αιώνες αργότερα το Ελληνικό Οπλιτικό πεζικό και αμέσως μετά η Μακεδονική φάλαγγα και τέλος, στους μεταχριστιανικούς αιώνες, οι πυκνές παρατάξεις αλεβαδιέρων των ισπανικών «τρίτων » (tercios) του 14ου- 16ου αι. (Πιθανή εξαίρεση μπορούν να θεωρηθούν οι Ρωμαίοι, μόνο που αν και παρατάσσονταν με πλήρη τάξη και σε σχηματισμούς δεν εμπλέκονταν σε σχηματισμό και συγχρονισμένα, αλλά σε σύνολο ατομικών μαχών). Φυσικά επειδή μεταξύ ισοδύναμων αντιπάλων η πρώτη κρούση μετατρέπεται σε φονική σύγκρουση εκ του συστάδην, είναι πολύ πιθανό κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μάχης ο πολεμιστής τελικά να βασιστεί στο σπαθί του. Για το λόγο αυτό του δίνεται πάντα πολύ μεγάλη σημασία και ουδείς τολμά να το αγνοήσει.
Ακολούθησε μια επανάσταση στο χώρο του ξίφους, ένα από τα μεγαλύτερα βήματα στο σχεδιασμό σπαθιών ανά τους αιώνες κατά τον ειδήμονα Π. Κόννολλυ. Το νέο όπλο είχε σχεδιαστικά χαρακτηριστικά που επέτρεπαν αποτελεσματικότατα κρουστικά και θλαστικά πλήγματα χωρίς υποβάθμιση της δυνατότητας νύξεως επί θωράκισης. Ήταν ιδανικό για ξιφομαχία, αφού το σχέδιο, η ανθεκτικότητα και το ζύγισμά του επέτρεπαν ανάπτυξη επιδεξιότητας στη χρήση του, ενώ το βάρος ήταν αποδεκτό κυρίως χάρη στην λέπτυνση της λεπίδας κοντά στη λαβή. Είναι το όπλο που συχνότερα περιγράφει ο Όμηρος ως βαρύ, κοφτερό και πρέπει να είναι αυτό στο οποίο αντιστοιχεί η λέξη «Άορ«, από το από το αείρω-αίρω = σηκώνω, λόγω του ότι για τα κρουστικά πλήγματα απαιτείτο ύψωση του όπλου, κάτι που δεν ήταν απαραίτητο με τα νυκτικά, παλαιότερα, σφηνοειδή μακριά σπαθιά της πρώτο-Μυκηναϊκής εποχής. Το άορ έφερε επανάσταση στη μάχη. Πλέον δεν ήταν ένα υποκατάστατο του δόρατος σε μάχη σε παράταξη, δεν απαιτούσε πολύ μικρή απόσταση για να χρησιμοποιηθεί και δεν υπήρχε επαρκής προστασία απέναντί του. Ακόμη, δημιουργούσε από μόνο του τεχνικές και τακτικές, δημιουργώντας όμως παράλληλα ανάγκη για βελτιωμένα αμυντικά όπλα, κυρίως κράνη.
Ένα σημαντικό σημείο είναι ότι παρήχθη σε αρκετή ποικιλία μηκών, για κάθε γούστο, ώστε να βρίσκουμε μακρά δείγματα, κοντά δείγματα – αντίστοιχα στο μήκος και πιθανόν στη χρήση (αλλά όχι και στο σχέδιο) με τα ξίφη και ένα ενδιάμεσο μέγεθος. Η πλατιά λάμα (αρχικά χωρίς νεύρωση, σε αντίθεση με τα παλιότερα φάσγανα), η λέπτυνση της κοντά στη λαβή που ελάττωνε το βάρος και έδινε καλύτερο ζύγισμα στο όπλο κατά την κρούση (καινοτομία που εμφανίστηκε με καθυστέρηση – τα πρώτα υποδείγματα είχαν πλήρως παράλληλες κόψεις που απλώς συνενώνονταν στην αιχμή) και φυσικά η μονοκόμματη λαβή που αποτελούσε και εδώ πλήρως δομική συνέχεια της λεπίδας με προσθήκη εξαρτημάτων από άλλο υλικό (κόκαλο, κέρατο, ελεφαντοστό, ξύλο) ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου σχέδιου. Υπάρχει πιθανότητα η λέξη «αορτήρας», που χρησιμοποιείται σήμερα για τους ιμάντες ανάρτησης τυφεκίων και άλλων όπλων, να προήλθε ακριβώς από το άορ, καθώς θα σήμαινε «αυτό -το λουρί-που φέρει το άορ«. Το άορ αρχικά ήταν από χαλκό, και τέτοια δείγματα έχουν βρεθεί. Συνεπώς, το σχέδιο ήταν από μόνο του μια καινοτομία. Το όπλο αυτό ουδείς γνωρίζει πώς λεγόταν στην υστερο-Μυκηναϊκή εποχή (αν θεωρούμε ότι ο Όμηρος συνέγραψε τα έπη του στην γεωμετρική εποχή χρησιμοποιώντας την σύγχρονή του ορολογία και όχι τις αυθεντικές μυκηναϊκές έξεις.
Αργότερα, θα υιοθετηθεί και ο σίδηρος ως υλικό κατασκευής (πιθανόν στους σκοτεινούς αιώνες) με αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση των δυνατοτήτων του όπλου στα κρουστικά πλήγματα, χάρη στην αντοχή του νέου μετάλλου. Τελικά από όπλο της ύστερο-Μυκηναϊκής εποχής από χαλκό, θα γίνει το κατεξοχήν όπλο χειρός των σκοτεινών αιώνων και της γεωμετρικής εποχής, κατασκευασμένο πλέον από σίδηρο, καθώς και το πρώτο ελληνικό όπλο μαζικής κατασκευής που θα υιοθετήσει το νέο μέταλλο. Το μόνο σκοτεινό σημείο που παραμένει είναι ο χρόνος, ο τόπος και ο λόγος ύπαρξη του μοντέλου με την πλατιά λεπίδα, χωρίς την ενισχυτική νεύρωση. Ούτε η πρώιμη πρακτική με τα φάσγανα, ούτε η μετέπειτα εξέλιξη των σπαθιών στη Ελλάδα παρουσιάζουν τέτοιες τάσεις- πιθανότατα σε αντίθεση με τα ανατολικά, ασιατικά κράτη.
Η έλευση του άορος αλλάζει πολλά πράγματα. Το νέο όπλο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από πυκνές παρατάξεις, ούτε μαζί με ογκώδεις ασπίδες. Απαιτεί ζηλότυπα χώρο, τόσο για το ίδιο το μήκος του όσο και για την κίνηση του χεριού- και όχι μόνο- του χρήστη. Δεν είναι όπλο ενός τυποποιημένου πλήγματος. Μπορεί να πλήξει πλάγια, διαγώνια, κατακόρυφα και τέλος νυκτικά, και όλες αυτές οι κινήσεις απαιτούν χώρο. Όσο πιο πολύς ο χώρος, τόσο περισσότερες είναι εφικτές και αυξάνεται η αβεβαιότητα του αντιπάλου και οι ευκαιρίες του χρήστη. Τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για κίνηση, προς αποφυγή ενός θανάσιμου πλήγματος, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για ελαφρό εξοπλισμό ώστε η επίθεση να γίνεται ταχύτατα και εκρηκτικά, ώστε να προλαβαίνει τον αντίπαλο. Η μάχη πλέον μπορεί αν δοθεί με έναν απόλυτα ρευστό τρόπο, βασισμένη στην δύναμη και την επιδεξιότητα των πολεμιστών που φέρουν το νέο όπλο, και όχι σε σχετικά τυποποιημένες κινήσεις ακριβείας και στην ποιότητα του οπλισμού. Με δύο λόγια ήταν η εποχή που η ανάπτυξη ενός επιθετικού όπλου άφησε τόσο πίσω την ανάπτυξη αμυντικών όπλων, ώστε πλέον άλλαξαν οι τακτικές και οι απαιτήσεις του πεδίου της μάχης. Μέχρι την (εφ)εύρεση μιας πρακτικότερης ασπίδας και ενός πρακτικότερου μοντέλου πανοπλίας, (κάτι που ενεφανίσθη στη μορφή του Οπλίτη) τα αμυντικά όπλα είχαν πλήρη χρησιμότητα στη μάχη, αλλά όχι εναντίον του νέου σπαθιού. Ιδίως οι σάκκοι και οι οκτώσχημες ασπίδες, δυσχερείς στη χρήση και μεγάλες, δεν συμβάδιζαν με την επιδεξιότητα που επέτρεπε το νέο όπλο. Η αλλαγή που επέρχεται είναι εκ βάθρων.
Ολόκληρος ο υστερο-Μυκηναϊκός οπλισμός αλλάζει, σαν για να συμμορφωθεί στο νέο όπλο. Το μακρύ, βαρύ δόρυ πλέον απορρίπτεται, ίσως διότι το νέο σπαθί θα μπορούσε να αποκόψει την αιχμή του. Στην Ιλιάδα περιγράφεται ακριβώς αυτό ως αντίδοτο για τον φόνο πολλών Τρώων από τον Αίαντα που χρησιμοποιούσε πολύ μεγάλο κοντάρι ναυμαχιών. Οι Ρωμαίοι, περί τα 1000 χρόνια αργότερα θα δοκιμάσουν το ίδιο εναντίον της Μακεδονικής σάρισσας, με μάλλον φτωχά αποτελέσματα. Φυσικά, το παλιό, νυκτικό πρωτο-Μυκηναϊκό ξίφος δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να πράξει κάτι παρόμοιο. Το μακρύ δόρυ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευχερώς όταν ο αντίπαλος παύει να είναι συμπαγής και εμφανίζεται με χώρο μεταξύ των ανδρών και ευχέρεια κίνησης. το ακόντιο είναι η μόνη δυνατότητα για πλήγμα σε έναν πολεμιστή που έχει αρκετά μέτρα χώρο γύρω του, στην χαλαρή φίλια παράταξή του, ώστε να κινηθεί και να αποφύγει μια επίθεση.
Το αρματικό υιοθετεί νέα, περισσότερο εύκαμπτη πανοπλία που επιτρέπει καλύτερη κίνηση και χρήση ασπίδας- σαφώς σχετικά μικρής λόγω του περιορισμένου χώρου στο άρμα. Εμφανίζεται θωρακισμένο πεζικό, με νέες ασπίδες. Το αρματικό υιοθετεί την ασπίδα που φέρει το νέο πεζικό, διότι καμία πανοπλία δεν προστατεύει επαρκώς από το άορ, είτε η νέα ελαφρύτερη είτε η βαρειά παλαιότερη. Οι νέες ασπίδες είναι πλέον μικρές, εύχρηστες και κατάλληλες για χρήση σε μονομαχίες με σπαθιά, αφού είναι σαφώς ελαφρότερες, και επομένως πλήρως κατάλληλες και για το αρματικό. Η εγκοπή, που ορισμένα μοντέλα έχουν στο πλάι (επινόηση σαφώς για χρήση πεζικού, αφού στην ανάρτηση η εγκοπή είναι προς τα κάτω για να μην παρεμποδίζει γοφούς και ισχία), δείχνει ακριβώς τη μέριμνα που δίνεται στην κίνηση του δεξιού βραχίονα κάτι που δεν μπορεί να μη συνδεθεί με τη ρήση του άορος όσο και με τη χρήση του ακοντίου. Το ακόντιο από μόνο του ίσως δείχνει μια τάση επίλυσης της μάχης προτού η απόσταση μικρύνει τόσο ώστε να χρησιμοποιείται ευχερώς το νέου τύπου ξίφος. Αντίθετα, πρωτύτερα η μάχη δινόταν από πολύ μικρές αποστάσεις, πολύ κοντά στη δραστική ακτίνα των φασγάνων.
Τελικά προκύπτει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα. Το νέο όπλο επέφερε τις αλλαγές στην τακτική και τον εξοπλισμό, ή μήπως οι αλλαγές αυτές έγιναν για άλλους – πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, τεχνικούς και τακτικούς λόγους και το άορ απλά βρήκε πρόσφορο έδαφος εμφανιζόμενο ξαφνικά;
Μήπως δεν εμφανίστηκε ξαφνικά, αλλά εξελίχθηκε εξεπιτούτου ώστε να ταιριάζει στις νέες συνθήκες μάχης; Και από πού προήλθε το σχέδιο αυτού; Οι τελευταίες ερωτήσεις θα μας απασχολήσουν σε λίγο. Όσον όμως αφορά την πρώτη, στην αρχαία εποχή είναι ελάχιστες οι φορές που ένα όπλο δημιουργείται κατ’ απαίτησιν ενός νέου δόγματος. Πολύ συχνότερο είναι τα όπλα να ακολουθούν μια εξελικτική πορεία και όταν αυτή φτάσει σε σημεία καμπής, τότε να επαναδιαμορφώνονται οι τακτικές. Η τάση έρευνας και ανάπτυξης με βάση στρατιωτικά δόγματα και κατευθυντήριες οδηγίες είναι μάλλον μεταγενέστερη πρακτική. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη δυνατότητα της αυστηρά ιεραρχημένης και οργανωμένης Μυκηναϊκής κοινωνίας να εκτελεί τέτοια έρευνα και ανάπτυξη με βάση κατευθυντήριες οδηγίες. Η αυστηρή ιεράρχηση και εξάρτηση, τόσο ξένη στο μεταγενέστερο άστυ κάνει εφικτή μια τέτοια υπόθεση. Ας τονιστεί πάντως ότι σε περιπτώσεις εξίσου αυστηρής ιεράρχησης (Σικελία, Μακεδονία) η εξέλιξη ήταν προς νέα, καλύτερα όλα και όχι προς όπλα που θα έκαναν εφικτές νέες τακτικές. Το μακρύ δόρυ των Ιφικράτειων ενεφανίσθη προ της σύμπηξης της μακεδονικής φάλαγγας, ο βαρύς οπλισμός του ιππικού προ των «εμβόλων» των Μακεδόνων Βασιλέων, η τριήρης προ του περίπου και του Διάπλου. Αυτό δεν σημαίνει ότι η χρηστικότητα δεν ήταν οδηγός, ιδίως σε εξελικτικές και όχι επαναστατικές αλλαγές: Το Λακωνικό ξίφος και η ελάφρωση της πανοπλίας του Οπλίτη θα επέλθουν λόγω της αλλαγής των μεθόδων και αναγκών μάχης.
Καταλήγοντας, ουδείς γνωρίζει αν το άορ άλλαξε τις ύστερο-Μυκηναϊκές τακτικές ή αν αυτές δημιούργησαν τις προϋποθέσεις εμφάνισης ή / και υιοθέτησης του. Απλά αξίζει αν θυμόμαστε ότι σε τοιχογραφίες που δείχνουν τους Λαούς της Θάλασσας, εμφανίζονται όπλα συγγενέστερα στο φάσγανο απ’ όσο στο άορ και μάλιστα σε μια κατάσταση όπου το δεύτερο ευνοούσε σαφώς περισσότερο.
Γεωμετρική εποχή
Στη Γεωμετρική εποχή το σπαθί είναι πιθανώς το πλέον βασικό όπλο, τουλάχιστον από τα στοιχεία των αγιογραφιών. Ήταν απευθείας απόγονος του ύστερο-Μυκηναϊκού «άορος», ένα καλοζυγισμένο και βαρύ όπλο, που αναπαριστάται πολύ συχνά στην τέχνη της γεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου τόσο ως όπλο πολεμιστών που φέρουν ασπίδες τύπου Διπύλου, όσο και -αν και λίγο λιγότερο- από πολεμιστές με πλήρη οπλιτική πανοπλία, εξελιγμένη αργολική ασπίδα και κορινθιακό κράνος με πλούσιο λοφίο. Σε πολλές απεικονίσεις εμφανίζεται ως το μοναδικό ή το κύριο όπλο κάποιου πολεμιστή, και κανείς θα μπορούσε να αποφανθεί, ότι σε εκείνη την περίοδο ίσως αρκετοί να μη είχαν άλλα όπλα, λόγω μεγάλου κόστους και έλλειψης μετάλλων. Με την θωράκιση να περιορίζεται σε προστερνίδες, καρδιοφύλακες και ζώνες, ιδίως οι ιππείς, που δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις ασπίδες τύπων «Διπύλου» και «Herzsprung» (σε αντίθεση με τους αρματηλάτες, οι οποίοι αναπαρίστανται με ασπίδα τύπου Διπύλου) θα χρησιμοποιούσαν το μεγάλο, ογκώδες και καλοζυγισμένο αυτό όπλο με πολύ μεγάλη επιδεξιότητα και τέχνη προκειμένου να αμυνθούν. Ίσως αυτή η περίοδος να είναι η χρυσή περίοδος της ξιφομαχίας, στα χέρια των ιππέων που- κατά τον Αριστοτέλη κυριαρχούσαν στο πεδίο της μάχης.
Είναι ο ίδιος συνδυασμός ιππέα και μεγάλου, βαρέος και ανθεκτικού ξίφους που θα εμφανιστεί κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη στη μορφή του Ιππότη, του οποίου η ικανότητα στην σπαθομαχία θα γίνει θρυλική και θα κρατήσει ως σήμερα. Ο Ιππότης είχε κάποια κατάλληλη ιππική ασπίδα, για τις περιπτώσεις της κονταρομαχίας (και όχι μόνο), τη οποία προτιμούσε να πετά κατά την σύγκρουση με σπαθιά για να μην τον εμποδίζει – αλλά και για να χρησιμοποιεί, όταν χρειάζεται, και τα δύο του χέρια. Ο ιππέας των σκοτεινών αιώνων δεν έχει κατάλληλη ασπίδα και μπορεί να βασιστεί ΜΟΝΟ στην επιδεξιότητα του με το σπαθί για να αμυνθεί σε κάθε είδος απειλής.
Αυτό το όπλο εμφανίζεται σε ίσια μορφή και σε μορφή με σύσφιξη στη μέση και πλάτυνση λίγο πριν από την αιχμή, που προσδίδει σαφώς καλύτερη κινητική σε κρουστικά πλήγματα. Εδώ κανείς δυσκολεύεται να οδηγηθεί σε συμπεράσματα. Η μορφή του στους σκοτεινούς αιώνες και στα γεωμετρικά χρόνια είχε παραμείνει με ευθείες, παράλληλες κόψεις , ανεξέλικτη από την ύστερο-Μυκηναϊκή εποχή; Είχε οπισθοδρομήσει, για τεχνικούς λόγους (πχ δυσχέρεια κατεργασίας του σιδήρου) σε αυτό το απλούστερο σχήμα, ενώ στα τέλη της ύστερο-Μυκηναϊκής εποχής ίσως τα χάλκινα μοντέλα να είχαν παρουσιάσει ήδη την σύσφιξη της λάμας που ακολουθείτο από πλάτυνση; Ή μήπως πλέον το σχήμα είχε σταθεροποιηθεί στο υστερότερο και περισσότερο εξελιγμένο, αλλά η φτωχή τεχνική των αγγειογράφων της εποχής αδυνατεί να το αναπαραστήσει με λεπτομέρεια;
Οι ίδιες απορίες δεν είναι τόσο αποπνικτικές στο θέμα του υλικού κατασκευής, όπου μπορούν να γίνουν ασφαλέστερα υποθέσεις. Αν και απαντάται σε χάλκινη και σε σιδερένια μορφή, κανείς θα μπορούσε να υποθέσει ότι στην ύστερο-Μυκηναϊκή περίοδο θα κατασκευαζόταν από χαλκό και η καινοτομία της χρήσης σιδήρου θα ανήκε στους Δωριείς. (Σιδερένια μοντέλα εμφανίζονται μόνο με ύπαρξη της ενισχυτικής νεύρωσης). Άλλωστε η σημασία του σιδήρου όντως θα ήταν μέγιστη σε ένα τέτοιο όπλο, βαρύ και μακρύ, που θα χρησιμοποιείτο από τον χειριστή του εναντίον χάλκινων κρανών, ασπίδων και σπαθιών σε ξιφομαχία. Ιδίως στην τελευταία περίπτωση αποκτά σαφές πλεονέκτημα το σκληρότερο μέταλλο.
Με αυτό λοιπόν το όπλο, που διαπερνούσε σχεδόν κάθε διατιθέμενη τότε προστασία, που επέτρεπε πλήρη εκμετάλλευση του χώρου και της επιδεξιότητας του πολεμιστή και που επαύξανε την όποια φυσική δύναμη του τελευταίου, οι Δωριείς κατέκλυσαν την Πελοπόννησο και αυτό το όπλο χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο στη χαοτική μάχη των σκοτεινών αιώνων. Όμως η χρήση ξίφους σε κατά παράταξιν μάχες δεν είναι καθόλου αδύνατη. Επομένως οι -αφαιρετικές- αγγειογραφίες ίσως δείχνουν σειρές πολεμιστών σε παράταξη με τέτοια ξίφη και ασπίδες τύπου Διπύλου, αλλά εξίσου πιθανά υπαινίσσονται απλώς μεγάλους αριθμούς πολεμιστών με τέτοιο εξοπλισμό αλλά όχι παράταξη (και για ευκολία του καλλιτέχνη όλοι να αποδίδονται στην ίδια στάση).
Το βαρύ αυτό σπαθί, με τις όμορφες καμπύλες γραμμές και τον «μύκητα» στο τέλος της λαβής είναι ακριβώς ίδιο με αυτό της τηλεοπτικής ηρωίδας «Ζήνα». Σε μετέπειτα εποχές, όταν η φάλαγγα των Οπλιτών θα σχηματιστεί και θα ωριμάσει, θα εξελιχθεί σε ένα μικρότερο όπλο, κατάλληλο για πυκνές παρατάξεις, παρόμοιου όμως σχήματος, που θα οπλίσει τους Οπλίτες κατά τους Περσικούς Πολέμους.
Η προέλευση του άορος είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα. Η ξένη βιβλιογραφία αναφέρει απαρεγκλίτως εισαγωγή τουλάχιστον του σχεδίου, αν όχι και των ίδιων των σπαθιών -όπως και των νέου τύπου κρανών και κωδωνόσχημων θωράκων- από την Κ. Ευρώπη μέσω της Ιταλίας, κατά προτίμηση μέσω μισθοφόρων που είχαν αυτήν την προέλευση. Αίτια αυτής της πεποίθησης, είναι η εύρεση παλαιοτέρων δειγμάτων σε αυτές τις περιοχές. Εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα ερωτήματα που τέθηκαν ανωτέρω.
Είναι αλήθεια ότι σε οπισθοδρομικές κοινωνίες η μεταλλουργία κάνει αρκετά βήματα. Όμως αυτά τα βήματα συνήθως εστιάζονται σε επιθετικά όπλα, των οποίων η κατασκευή είναι απλούστερη και φθηνότερη (λιγότερη και λιγότερο πολύπλοκη εργασία για ένα ξίφος απ’ όσο για ένα θώρακα, λιγότερα μέτρα, λιγότερες απαιτήσεις μεγεθών). Το περιορισμένο εμπόριο που δυσχεραίνει τις συναλλαγές τόσο στην απορρόφηση του προϊόντος όσο και στην διακίνηση μετάλλου συντείνει σε αυτό.
Κατόπιν τούτου δεν είναι περίεργο που η οπισθοδρομική Ρώμη ανέπτυξε ένα εξαίρετο σπαθί (που είχε πιθανότατα προέλευση από την ακόμη οπισθοδρομικότερη Ιβηρική) όταν η θωράκιση περιοριζόταν στην μετριότητα των αλυσιδωτών πανοπλιών και του καρδιοφύλακα. Ούτε το ότι οι πρώιμοι ιππότες ωσαύτως έφεραν αριστουργηματικά σπαθιά, ενώ τα κράνη τους ήταν πρακτικά… κατσαρόλες και η πανοπλία τους αλυσιδωτή όταν εφόρμησαν για τους Αγίους τόπους. Κατόπιν τούτου τίποτα δεν μπορεί να αποκλείσει όντως μια ελάχιστα προηγμένη κοινωνία να ετοίμασε το σπαθί που έγεινε γνωστό ως άορ.
Από την άλλη μεριά, τουλάχιστον ο γράφων δεν γνωρίζει για πολλούς μισθοφόρους κεντροευρωπαϊκής ή ιταλικής προέλευσης ούτε για ανάλογες μεταναστεύσεις στην μετά-Μυκηναϊκή Ελλάδα. Ούτε θεωρεί εξαιρετικά πιστευτό, με βάση τα χάλκινα (μπρούτζινα) υποδείγματα του άορος, να το γνώρισαν εξ’ εισαγωγής σιδερένιο οι Μυκηναίοι και να το υιοθέτησαν ως μπρούτζινο. Το βαλάντιό τους επέτρεπε εισαγωγή τεχνογνωσίας και τεχνητών και το εμπόριό τους εισαγωγή σιδήρου και λοιπών πρώτων υλών. Το κλινικά νεκρό εμπόριο της Ελλάδας των σκοτεινών αιώνων κατάφερε να εφοδιάζει με σίδερο και τεχνίτες την εσωτερική αγορά σε επάρκεια τέτοια ώστε να κατασκευάζονται και εργαλεία (αν και οι μικρές κατασκευές όπλων, πχ αιχμές βελών και δοράτων άργησαν να μεταλλαχθούν σε σιδερένιες- κάτι απόλυτα κατανοητό, αφού με νέα υλικά γενικώς οι τεχνίτες προτιμούν να κατασκευάζουν μεγάλες, σχετικά απλές και σαφώς ακριβές κατασκευές στα πρώτα στάδια της εισόδου του νέου υλικού σε χρήση). Θα αποτύγχανε να εξασφαλίσει το ίδιο προϊόν το ενεργότατο Μυκηναϊκό εμπόριο;
Επίσης, η παλαιότης των δειγμάτων λέει ελάχιστα πράγματα. Η Ελβετία και η Αυστρία είναι «ιστορικά» ήσυχες περιοχές σε σχέση με την Ελλάδα. Το ότι βρέθηκε εκεί ένα παλαιότερο εύρημα απ’ ότι στην Ελλάδα, δεν σημαίνει ότι πρώτα εκεί εμφανίστηκε. Σημαίνει ότι απλώς εκεί οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την διατήρησή του μέχρι την ανακάλυψη από τη σκαπάνη, ενώ στην Ελλάδα, που οργωνόταν από εισβολείς σε τακτά διαστήματα και από αλέτρια σε άλλες εποχές (η καλλιεργήσιμη και προς δόμηση έκταση είναι πολύ περιορισμένη, με τόσα βουνά) η διατήρηση δεν είναι ό,τι ευκολότερο. Όταν η μια πόλη χτίζεται στα θεμέλια της άλλης, όταν τα πάντα σκάπτονται από εκατοντάδες γενεές αγροτών και λεηλατούνται από δεκάδες κύματα επιδρομέων όλων των ειδών, η μη εύρεση δεν είναι τεκμήριο. Η εύρεση, αντίθετα, πρέπει να θεωρείται θαύμα.
Τέλος, υπάρχει και μια άλλη παράμετρος. Γενικά, αυτοί που εφευρίσκουν κάτι συνεχίζουν και την εξέλιξή του, καθώς η τάση για νεωτερισμό, όταν υπάρχει δεν εξαντλείται στην εφεύρεση. Με δεδομένη την εγγύτητα της Κεντρικής Ευρώπης με τα Κελτικά και Γαλατικά φύλα, που πιθανότατα την κατοικούσαν ήδη από την δεύτερη προχριστιανική χιλιετηρίδα, και με δεδομένη την απουσία, εκείνη την εποχή, κάποιου εξωτερικού ανασταλτικού αίτιου (που μπορεί να διακόψει την εξέλιξη – πχ εισβολές, λιμοί, λοιμοί, κατάκτηση – το άορ στα χέρια λαών της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης παρέμεινε ανεξέλικτο για περίπου 9 αιώνες. Τα Κελτικά ξίφη που αντιμετώπιζαν τους Ρωμαίους ακόμη και επί Αννίβα ήταν μακριά, με αμβλεία μύτη, αμφίστομα θλαστικά όπλα με τελείως ίσιες ακμές. Εν συγκρίσει, στον Ελλαδικό χώρο στο ίδιο διάστημα το όπλο πέρασε ένα μεγάλο αριθμό εξελικτικών σταδίων.
Κατόπιν αυτού ίσως θα έπρεπε να θεωρηθεί Μυκηναϊκή εφεύρεση το άορ. Η εξαγωγή του, ακόμη και σε μπρούτζινο υπόδειγμα, θα μπορούσε να εξαπλωθεί σε όλην την Ευρώπη όπως συνέβη με άλλα Μυκηναϊκά είδη, και εκεί να γίνει η πρώτη μετάλλαξη του υλικού κατασκευής. Καθόλου απαραίτητο δεν είναι όμως το να επανεισήχθη στην Ελλάδα από την Κεντρική Ευρώπη. Όταν ο σίδηρος εμφανίστηκε στην ελληνική χερσόνησο (θα μπορούσε κάλλιστα να έχει εισαχθεί από τους Χετταίους, που τον γνώριζαν) η εξέλιξη αυτή ήταν λογική και πιθανότατα επάλληλη με την κεντροΕυρωπαϊκή αντίστοιχη. Ακόμη θα μπορούσε το μετάλλευμα να εισάγεται ΚΑΙ από την Κ. Ευρώπη., ώστε να τύχει επεξεργασίας επιτοπίως. Αλλά τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν σημαίνει ότι το σχέδιο του άορος ήρθε από την Κ. Ευρώπη, ούτε καν η ιδέα του σιδερένιου άορος.
Κλασσική Εποχή
Μέχρι τα τέλη του 5 ου πΧ αιώνα, το βασικό όπλο χειρός στους Ελληνικούς στρατούς ήταν ένα αμφίστομο ξίφος που προερχόταν σχεδιαστικά κατευθείαν από το άορ. Η νέα, εξελιγμένη μορφή όπλιζε τον Οπλίτη. Το νέο υπόδειγμα ήταν κοντύτερο, για άνετη μεταφορά και χρήση με το ένα χέρι σε πυκνές παρατάξεις (αντίθετα με το Άορ που σχεδιάστηκε με έμφαση σε δυνατότητες και ατομικής μάχης και με πιθανότητα χρησιμοποίησης χωρίς αμυντικά ή άλλα όπλα) πλατύτερο, με μεγαλύτερο εκπέτασμα, ενισχυτική νεύρωση κατά το διαμήκη άξονα και πιθανόν παχύτερο. Η πάχυνση της λεπίδας ενίοτε οφειλόταν στην νέα, ρομβοειδή διατομή που ενσωμάτωνε τη νευρά εντός της δομής της λεπίδας. Η αποστολή του ήταν ξανά η ίδια με του φάσγανου, η υποκατάσταση του δόρατος στη νέα, οπλιτική αυτή τη φορά μάχη εκ παρατάξεως. Εδώ οι όροι είχαν λίγο αλλάξει. Η χρησιμότητα της μονομαχίας και της ξιφομαχίας ενυπήρχε και για το λόγο αυτό άργησε η υιοθέτηση σχεδίων που δεν θα προσέδιδαν αυτή τη δυνατότητα όπως ήταν η κοπίδα. Αλλά αυτή η άριστη αρετή του νέου ξίφους τελικά, κατά τον 5ο αι. υποτιμήθηκε. Απαιτείτο από αυτό κρουστική και νυκτική ισχύς ώστε να διαπερνά τις νέου τύπου πανοπλίες, χαρακτηριστικά χειρισμού που να επιτρέπουν τη χρήση από την πυκνή οπλιτική γραμμή ακόμα και σε συνασπισμό, με τις ασπίδες τύπου Όπλον επικαλυπτόμενες και τέλος ακρίβεια. Το τελευταίο ήταν πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό, διότι από την ελάχιστη απόσταση που συνεπαγόταν ο Ωθισμός και εξαιτίας της ανθεκτικότητας των αμυντικών όπλων της εποχής, ήταν προτιμότερη η καταφορά ενός πλήγματος ακριβείας σε αθωράκιστο μέρος (πάνω ή κάτω από το τείχος των ασπίδων ή και ανάμεσα αυτών σε περίπτωση χαλάρωσης του «Συνασπισμού») από το κτηνώδες, σε στυλ μεσαιωνικού ιππότη, πλήγμα που αποσκοπεί στο να τσακίσει τα πάντα κάτω από το βάρος και την ορμητικότητα του. Ο περιορισμένος χώρος της φάλαγγας και η ανάγκη αλληλοκάλυψης και πειθαρχίας έκανε ακόμη και αδύνατα τέτοια πλήγματα.
Αν και αυτό το όπλο υπηρέτησε καλά τους Οπλίτες στα Μηδικά, ένα άλλο σχέδιο το αντικατέστησε μερικώς. Το Οπλιτικό ξίφος το χρησιμοποίησαν οι χρήστες του βασικά για νύξη, αλλά όχι αποκλειστικά, καθώς είχε και επαρκή κρουστικά χαρακτηριστικά (που υποβαθμίζονταν μόνο από το σχετικά- με το αόρ– μικρό μήκος του. Το Λακεδαιμονικό ξίφος, που είχε την ίδιου σχήματος φυλλοειδή λεπίδα αλλά πολύ μικρό μήκος -περίπου 30 cm- ήταν ότι και το Ομηρικό ξίφος για το φάσγανο, μία έκδοση για μικρές αποστάσεις, πυκνούς σχηματισμούς κι επιδέξια χέρια. Κατάλληλο μόνο για νηκτικά πλήγματα και όχι για μονομαχία, επέτρεπε μεγάλη ακρίβεια στη χρήση ακόμη και από εξαιρετικά πυκνές παρατάξεις, κάτι που γινόταν δυσχερές για τα κανονικού μήκους ξίφη. Το μικρό μήκος προσέφερε μεγάλη ισχύ πλήγματος και μικρούς κινδύνους θραύσης. Αντίθετα, το οπλιτικό ξίφος μπορούσε να υποκαταστήσει το δόρυ σε νύξεις επάνω ή κάτω από τη σειρά των ασπίδων όταν οι φάλαγγες ήταν σε επαφή και μάχονταν με νύξεις δοράτων, αλλά αυτό γινόταν πολύ δύσκολο αν η παράταξη ήταν συνασπισμένη, λόγω της στενότητας χώρου, ενώ η περίπτωση του ωθισμού δυσκόλευε περισσότερο τα πράγματα. Το ίδιο ίσχυε και για θραυστικά- κρουστικά πλήγματα στο κεφάλι του αντιπάλου.
σΑντίθετα, το Λακωνικό ξίφος, σε εποχή που ακόμη χρησιμοποιούνταν θώρακες, επέτρεπε πλήγμα ακριβείας στο λαιμό ή τη γεννητική περιοχή, όπου δεν κάλυπτε η πανοπλία, ακόμη και σε συνθήκες ωθισμού και με τη φίλια φάλαγγα συνασπισμένη, ενώ όταν οι θωρακίσεις άρχισαν να απορρίπτονται, η χρήση του παρείχε επιπλέον πλεονεκτήματα, καθώς ολόκληρος ο κορμός εμπρός και στα πλευρά ήταν πλέον προσιτός στόχος. Ήταν ένα όπλο ιδανικό για τις συνθήκες πολύ πυκνού συνασπισμού και κατά τον ωθισμό και τις λίγες στιγμές μετά από αυτόν, όπου οι παρατάξεις έχουν διαταραχθεί αλλά καμία δεν έχει διαλυθεί ακόμη. Με βάση το ότι οι Λάκωνες δεν καταδίωκαν σε μεγάλες αποστάσεις, ώστε να απαιτείται ικανή δυνατότητα μονομαχίας, και ακόμη και στις αψιμαχίες προτιμούσαν την ομαδική δράση και την στενή επαφή, το λακωνικό ξίφος σαφώς ήταν επαρκές και ικανοποιητικό. Επιπλέον κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την αποτελεσματικότητα και την ευχρηστία του σε ειδικές επιχειρήσεις. Η χρήση από την «κρυπτεία» κατά των Ειλώτων, όπου επρόκειτο για κανονικές δολοφονίες, αλλά και σε οποιαδήποτε ειδική επιχείρηση, όπου το μικρό μέγεθος έκανε εύκολη την κεκαλυμμένη μεταφορά και ευχερή τη χρήση /(συμπλοκές, υφαρπαγές) ήταν σαφώς πλεονεκτικότερη από απλά μαχαίρια ή από το ογκώδες ξίφος.
Και φυσικά κανείς δεν πρέπει να παραγνωρίζει την οικονομική παράμετρο. Μικρότερα ξίφη σημαίνει περισσότερα όπλα με το ίδιο ποσό μετάλλου για την αναιμική σπαρτιατική οικονομία.
Εκεί που το πράγμα αλλάζει, είναι το ιππικό. Το Λακωνικό ιππικό ήταν εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας για αρκετούς λόγους, όπως αναφέρονται από τον Ξενοφώντα. Είναι απορίας άξιο το αν το «μητροπολιτικό», επιστρατευμένο Λακωνικό ιππικό που επάνδρωνε τις ιππικές Μόρες (600 άνδρες) έφερε Λακωνικό ξίφος. Το λακωνικό ξίφος ήταν όπλο τελείως ειδικευμένο και ακριβώς ότι δεν χρειαζόταν ένας ιππέας. Με βάση το ότι είναι πολύ πιθανή – όπως συνέβαινε και στην Αθήνα – η κατάταξη ενός ανδρός άλλοτε στο ιππικό και άλλοτε στο πεζικό, (στη Σπάρτη η μεγάλη σημασία δινόταν στο δεύτερο) κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι το όπλο χειρός που είχε για υπηρεσία στο πεζικό – όπως όλος ο κόσμος – το χρησιμοποιούσε και αν κατατασσόταν στο ιππικό ο Σπαρτιάτης. Μετά από αυτό, δεν πρέπει να θεωρείται παράδοξη η φτωχότατη ποιότητα του συγκεκριμένου σώματος του σπαρτιατικού στρατού.
Το μικρό ξίφος, λόγω μικρού βάρους, μπορεί εύκολα να πέσει από την θήκη του αν αυτή γυρίσει ανάποδα μέσα στην ένταση της μάχης. Ο μικρός λόγος βάρους της λεπίδας προς αυτό της λαβής καθιστά και τέτοιο πιθανό. Επίσης, καθώς το μικρό βάρος προσφέρει μικρότερη αντίσταση, σύρεται δυσκολότερα από τη θήκη με το ένα χέρι, χωρίς το άλλο να την σταθεροποιεί. Είναι ευνόητο ότι σε Ωθισμό, με τον αντίπαλο να προσπαθεί να νύξει το πρόσωπό σου, με το δόρυ του, δεν μπορεί κανείς να κατεβάσει την ασπίδα ώστε να ξε-θηκαρώσει το Λακεδαιμονικό ξίφος. Το μικρό μήκος κάνει αδύνατους αυτοσχεδιασμούς όπως μάγκωμα της θήκης με τον αριστερό βραχίονα και το πλευρό. Οι δύο αυτοί παράγοντες οδήγησαν σε μια σχεδιαστική διαφοροποίηση του συστήματος ξίφος- θήκη, κατά τον N. Sekunda όπως γράφει το βιβλίο του «The Spartan Army». Η θήκη απέκτησε χείλη με ημικυκλικές προεκτάσεις (ωτία), ώστε να συγκρατείται μέσα σε αυτές ο χειροφυλακτήρας του ξίφους και να μην πέφτει.
Καθώς το μικρό μέγεθος του ξίφους δεν ευνοούσε τις ξιφομαχίες, ο χειροφυλακτήρας μπορούσε να είναι μικρός, χωρίς αυτό να προκαλεί προβλήματα, πράγμα απαραίτητο ώστε να ασφαλίζει στη θήκη, ενώ έδινε πολύ μεγαλύτερη ευκολία χειρισμού σε συνθήκες συμφόρησης. Η προσθήκη αυτή – αν βέβαια η υπόθεση για τα ωτία είναι σωστή – έκανε ακόμη περισσότερο δυσχερή τη ξιφούλκηση με το ένα χέρι. Πιθανότατα το σφίξιμο της θήκης με το άλλο χέρι να διαμόρφωνε τη γεωμετρία του στομίου έτσι ώστε η τάση που ασκείται να άνοιγε τα ωτία ώστε να απελευθερώνεται ο χειροφυλακτήρας. Είτε η υπόθεση αυτή ισχύει είτε όχι, η χρήση και του δεύτερου χεριού ήταν απαραίτητη. Για το λόγο αυτό κατά την ώρα της μάχης η θήκη με το ξίφος να κρατιόταν στο αριστερό χέρι, μαζί με την αντιλαβή. Το μικρό μέγεθος και βάρος καθιστούσε εύκολο κάτι τέτοιο, ενώ επιπλέον η ταχύτητα ξιφούλκησης ήταν πολύ μεγαλύτερη, αφού το ξίφος ήταν πολύ πλησιέστερα στο δεξί χέρι και μπροστά από το σώμα, οπότε και στη μέγιστη συμφόρηση δεν θα είχε κανείς πρόβλημα να το φτάσει, όπως γινόταν όταν κρεμόταν στο πλευρό του.
Λίγο πρωτύτερα και σαφώς πριν εμφανιστεί το Λακωνικό ξίφος, εναντίον των Περσών φάνηκαν τα πλεονεκτήματα των κρουστικών πληγμάτων στο κεφάλι, διότι οι τελευταίοι σπανιότατα έφεραν θώρακες αλλά ουδέποτε διέθεταν κράνη – έλλειψη που τους έκανε πολύ τρωτούς στην ξιφομαχία απέναντι στο βαρύ ξίφος των Οπλιτών, ιδίως σε ναυμαχίες και τειχομαχίες, όπου το δόρυ ήταν δύσκαμπτο όπλο. Ακόμη, τότε φάνηκε και η ανάγκη ιππικού ικανού για πολλαπλές χρήσεις. Το ξίφος που αρχικά χρησιμοποιούσαν οι ιππείς ήταν βασικά το γνωστό όπλο του πεζικού, δημιουργημένο από το σχέδιο του άορος που με τη σειρά του υιοθετήθηκε για το ρευστό πεδίο μάχης της υστερο-Μυκηναϊκής περιόδου, όπου η πεζομαχία κι η μονομαχία αντικατέστησαν τις συγκρούσεις φαλαγγών «πεδιέων» και αρματικού. Το ιππικό χρειαζόταν ένα κρουστικό όπλο για γενική χρήση, με δευτερεύουσα δυνατότητα νύξεως κατά αντιπάλου στο ίδιο επίπεδο. Το σχέδιο που υιοθετήθηκε ήταν η μονόστομη, κεκαμμένη προς τα εμπρός και βαριά κοπίδα, ένα άριστο όπλο εναντίον αντίπαλου ιππικού αλλά κυρίως εναντίον βαρέος πεζικού σε μικρές αποστάσεις και όταν οι σχηματισμοί είχαν σπάσει.
Το όπλο δεν ξέρουμε πότε πρωτοεμφανίστηκε, αφού φαίνεται σε αγγείο του 6ου αι., που όμως παριστά Έλληνα πολεμιστή να καταβάλλει με αυτό Πέρση, κάτι που συνέβη στα Μηδικά, κατά τον 5ο αι. Πάντως υιοθετήθηκε γρήγορα και από πολλούς πεζούς, τόσο Οπλίτες όσο και Ψιλούς (Πελταστές, Γυμνήτες, μισθοφόρους κλπ). Κυρίως επέτρεπε ένα άμεσο και αποφασιστικό πλήγμα στο κεφάλι αντιπάλου όπως οι Πελταστές και διάφοροι τύποι στρατιωτών της περσικής αυτοκρατορίας που πλέον έφεραν ασπίδες αλλά όχι κράνη. Ακόμη επέτρεπε άνετο κρουστικό πλήγμα πάνω από το τείχος των ασπίδων εναντίον της κεφαλής του εχθρού «Πρόμαχου» κατά τον Ωθισμό. Οι καλογυμνασμένοι Έλληνες δεν ενοχλούνταν από το μεγαλύτερο βάρος και το χειρότερο ζύγισμα. Αντίθετα, τα χρησιμοποιούσαν προς όφελός τους για επιπλέον ορμή στο χτύπημα, προκειμένου να θραύονται τα κράνη των αντιπάλων που τα διέθεταν (πχ Έλληνες εχθρικού άστεως). Η δύναμη υποκαθιστά σιγά -σιγά την τεχνική στη σπαθομαχία.
Τόσο η χρονολόγηση της προέλευσης όσο και η ίδια η προέλευση της κοπίδας είναι μυστηριώδεις. Μπορούσε κάλλιστα να είναι Ελληνικό σχέδιο για κάλυψη της προαναφερθείσας ανάγκης. Η χρήση της κι επί Ιβηρικού εδάφους (με το όνομα falcata και ενίοτε εντελώς ταυτόσημης) έδωσε λαβές για νέες υποθέσεις εισαγωγής του σχεδίου από εκεί, αν και η πλειοψηφία των ευρημάτων ανάγονται κατά τον 4ο αι. Αυτή τη φορά οι σοφοί αρχαιολάτρες και αρχαιολόγοι ημεδαπής (λιγότερο, διότι ουδόλως ασχολούνται με τέτοια θέματα) και αλλοδαπής επιτρέπουν να κατασκευάζονταν εδώ οι κοπίδες!
Δυστυχώς, ουδέν αποκλείει την αντίθετη πορεία, δηλαδή την εξαγωγή της κοπίδας μέσω αποικιών και λοιπών εμπορικών δρόμων στην Ιβηρική και την υιοθέτησή της από τους εκεί ενδιαφερόμενους – όπως έγινε με τα μαχαίρια που οι ερυθρόδερμοι έμαθαν από τους λευκούς και τα αγόραζαν, για πολλές δεκαετίες, από λευκούς εμπόρους. Ακόμη, δεν μπορεί να αποκλειστεί η παράλληλη εξέλιξη σε δύο διαφορετικά μέρη παρόμοιων όπλων. Τέλος, μπορεί κανείς να συγκρίνει την falcata με το άλλο Ισπανικό ξίφος που υπήρχε κατά τον 3ο και 2ο αιώνα σε μεγάλους αριθμούς στην Ισπανία, και έδωσε γένεση στο Πωμαϊκό gladius hispaniensis. Τα δύο σχέδια δεν έχουν κανένα απολύτως κοινό σημείο και είναι πολύ δύσκολο να στοιχειοθετηθεί κοινός πρόγονος για αυτά στην Ιβηρική.
Η μία λοιπόν άποψη είναι οι Ίβηρες, εκ του μηδενός να σχεδίασαν την falcata. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν κάποιες διαφορές. Το σίγουρο είναι ότι η κοπίδα ελάχιστη σχεδιαστική σχέση φαίνεται να έχει με το ξίφος των Οπλιτών. Μπορεί όμως κανείς να δει ότι πρόκειται για μια μονομερή ανάπτυξη αυτού. Η φυλλοειδής λάμα του ξίφους απέδιδε επαρκή ορμή στο πλήγμα. Η εξέλιξή της με επαύξηση της καμπυλότητας και του εκπετάσματος από τη μία μόνο μεριά, αύξανε αυτόματα την αποτελεσματικότητα της κρούσης με τίμημα την απώλεια του αμφίστομου χαρακτήρα. Η κάμψη δε του άξονα της λεπίδας έδινε μια πελεκοειδή χροιά στο όπλο και το καθιστούσε ακόμη περισσότερο αποτελεσματικό, με απώλεια πλέον και του μεγαλύτερου μέρους της νυκτικής ικανότητας. Στις περισσότερες παραστάσεις που φαίνεται χρήση ξίφους από Έλληνες, αναπαριστώνται θλαστικά πλήγματα, είτε φέρεται κοπίδα είτε ξίφος. Επομένως η κοπίδα βελτιστοποίησε ένα σχέδιο για ένα είδος πληγμάτων – ή μία χρήση – που ήδη είχε κερδίσει αρκετό έδαφος απέναντι στη νυκτική. (Εδώ πρέπει κανείς να τονίσει ότι η μόνη εξαίρεση είναι οι αναπαραστάσεις Λακώνων και γενικώς πολεμιστών οπλισμένων με Λακωνικό ξίφος, που δείχνεται να το χρησιμοποιεί νυκτικά και ιδίως σε χαμηλά πλήγματα, πολλάκις από γονυπετή στάση ή πεσμένοι κάτω). Επομένως, το Οπλιτικό ξίφος προσφέρει μια βάση για να στοιχειοθετηθεί η εξέλιξη της κοπίδας από αυτό, ενώ αρκετές αγγειογραφίες δείχνουν σε ελληνικά χέρια αρκετά πρώιμα μοντέλα κοπίδας, πριν από το πλήρως διαμορφωμένο όπλο με την ιδιάζουσα γραμμή που εννοούμε σήμερα. Αυτή η εξέλιξη παρουσιάζεται από τον P. Connolly στο «Greece and Rome at War» ως εξελικτική πορεία του θλαστικού ξίφους στην Ιταλία, όπου δείχνει και ένα εξαιρετικό υπόδειγμα ενός ασύμμετρου αλλά σχετικά ίσιου ξίφους προέλευσης περιόδου Βιλλανόβα, με χαρακτηριστική ιταλική λαβή.
Περιέργως πώς, παρά τη λατινολατρεία του, ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος έχει προτείνει την λατινική ανάπτυξη της κοπίδας. (Εδώ ίσως κανείς θα εδικαιούτο να θυμίσει ότι μεγάλες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου, περιλαμβανομένης της Ρώμης, υιοθετούσαν επί μακρόν ελληνικά όπλα και πρακτικές μάχης). Πιθανώς, αυτή η αυτοσυγκράτηση ενός εγνωσμένου λατινολάτρη οφείλεται στο ότι τα άλλα δύο υποδείγματα που επιδεικνύει ως συνέχεια αυτής της εξελικτικής τάσης μέχρι την πλήρως διαμορφωμένη κοπίδα, δεν βρέθηκαν στη Ιταλία. Το πρώιμο βρέθηκε στην Κορσική (όπου εκείνη την εποχή περισσότερη επιρροή είχαν οι Καρχηδόνιοι, που πολλάκις υιοθετούσαν Ελληνικό οπλισμό) και στην … Ισπανία, όπου οι Ιταλοί απέκτησαν επιρροή μόλις κατά τον 3ο πΧ αιώνα, όταν πλέον υπήρχαν πλήρως διαμορφωμένες κοπίδες σε υπηρεσία αν όχι στη Ιβηρική, σίγουρα στην Ελλάδα.
Ένα ακόμη σημείο που αξίζει τον κόπο να προσεχθεί είναι το πότε ακριβώς εισήλθε σε υπηρεσία η κοπίδα. Αυτό δεν το γνωρίζει ουδείς. Ενώ όμως σε αγγειογραφίες που αναπαριστούν τα Μηδικά της Β’ περσικής εισβολής, εμφανίζεται ένας Έλληνας να καταβάλλει με κοπίδα – αρκετά πρώιμης μορφής είναι η αλήθεια – έναν Πέρση (που αμύνεται με πολύ παρόμοιο όπλο) η αναπαράσταση της Μάχης του Μαραθώνα, στην Ποικίλη Στοά των Αθηνών δεν δείχνει κανέναν Έλληνα να χρησιμοποιεί τέτοιου είδους όπλο. Όλοι χρησιμοποιούν το απλό, κοινό οπλιτικό ξίφος. Σε αυτή τη σύγκρουση, και ιδίως στη φάση της καταδίωξης και της μάχης γύρω από τα Περσικά πλοία, το ξίφος πρέπει να είχε την τιμητική του, όπως δείχνει άλλωστε και η παράσταση, που απεικονίζει τόσο την θλαστική όσο και την νυκτική χρήση του Οπλιτικού ξίφους (βλ. Π&Ι 1/2000, άρθρο για την Μάχη του Μαραθώνα). Αυτή η Μάχη είναι η πιθανότερη στιγμή που οι Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας διαπιστώνουν ότι οι Πέρσες έχουν «μαλακά κεφάλια», και γνωρίζοντας ότι θα αντιμετωπίσουν νέα εισβολή, πιθανώς τώρα ακριβώς αποφασίζουν να εξελίξουν ένα όπλο που θα μεγιστοποιεί την εκμετάλλευση αυτής της Περσικής αδυναμίας. Βέβαια αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί, με την ίδια ακριβώς λογική, και μετά – ή κατά- τα δεύτερα Μηδικά. Αυτή η υπόθεση ταιριάζει και με την πρώιμη μορφή της κοπίδας στην παράσταση που αναφέρθηκε. Ένα σημείο ακόμη που συναινεί στην πρώτη σκέψη, είναι ότι οι νικητές Αθηναίοι στο Μαραθώνα ήρθαν σε επαφή με τον περσικό ακινάκη («ακινάκα«) και μπόρεσαν να τον εξετάσουν από κοντά. Αυτό το όπλο σίγουρα θα το είχαν δει και πρωτύτερα, πχ στην Ιωνική επανάσταση, αλλά εκεί, ως νικημένοι, ούτε πολλά λάφυρα θα είχαν ούτε θα εστιάζονταν στα τεχνικά χαρακτηριστικά της Περσικής ισχύος όταν καιγόταν η Μίλητος.
Ο ακινάκης δεν ήταν κανένα εξαιρετικό σχέδιο. Ήταν ένα μονόστομο, βαρύ όπλο, φτωχής τεχνικής και χωρίς νεύρωση, ένα υβρίδιο πέλεκυ και σπαθιού. Αυτή η μονοσήμαντη κυρτότητα όμως θα μπορούσε να έχει εμπνεύσει τους Έλληνες για να εξελίξουν σε αυτές τις γραμμές το δικό τους, Οπλιτικό ξίφος. Κεκαμμένος κορμός για μεγάλη αντοχή, νεύρωση για τον ίδιο λόγο (που ενυπήρχε στο ξίφος του Οπλίτη) και έντονη , ισχυρή μονή καμπύλη ήταν τα χαρακτηριστικά της κοπίδας, που προερχόταν και διατηρούσε κατασκευαστικές ποιότητες του ξίφους αλλά εφαρμόζοντάς τες σε μια σύλληψη που πλησίαζε αυτή (αν δεν προερχόταν από αυτήν) του ακινάκη. Ούτε λόγος, το Ελληνικό όπλο, λόγω νεύρωσης, λόγω ισχυρής αιχμής, προσεγμένης λαβής και κεκαμμένου – στα ύστερα μοντέλα – διαμήκους άξονα, ήταν μια σχεδίαση πολύ περισσότερο προηγμένη από την Περσική και ουδαμώς συγκρίσιμη μαζί της. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πέρσες, που είχαν παραδοσιακούς ακινάκηδες χάριν στολής μέχρι και την εποχή του Αλεξάνδρου, φαίνεται να υιοθέτησαν την κοπίδα ως όπλο μάχης.
Η υιοθέτηση της κοπίδας συνέπεσε με μια αύξηση της αψιμαχίας ως μαχητικής μεθόδου στην Ελλάδα. Παρά δε το ότι το ξίφος είχε καλύτερες προδιαγραφές χρήσης σε τέτοιες συγκρούσεις αφού επέτρεπε στην καλύτερη τεχνική να χρησιμοποιηθεί επωφελώς σε μονομαχία, έγινε πολύ αγαπητή, ακριβώς επειδή η δύναμη που απαιτούσε η χρήση της ήταν ευκολότερο και ταχύτερο να αποκτηθεί από την τέχνη και την ακρίβεια του ξίφους. Η εγκατάλειψη του θώρακα και τα νέα, ανοικτά κράνη, αύξαναν τις περιοχές τρωτότητας της κοπίδας. Πλέον οι ώμοι και οι κλείδες, αλλά και ο σβέρκος και το μέσο τις κεφαλής του πολεμιστή (κρόταφοι- σιαγώνα) είναι εκτεθειμένα σε απευθείας πλήγματα, ιδίως αν κάποιος φέρει Λακωνικό πιλοειδές κράνος. Χωρίς θώρακα δεν υπάρχουν επώμια, με ανοικτό κράνος δεν υπάρχει καμία προστασία προσώπου και τραχήλου (εξαίρεση το βοιωτικό που καλύπτει τον τράχηλο). Η αύξηση της τρωτότητας ψηλά (εμπρός η ασπίδα κάλυπτε επαρκώς) ευνοεί την χρήση της κοπίδας.
Κατά τον τέταρτο αιώνα, ένα νέο όπλο εμφανίζεται σε Ελληνική χρήση. Είναι μακρύ, ίσως μακρύτερο και από το αρχικό οπλιτικό ξίφος, ευθύγραμμο, αμφίστομο και η αιχμή του είναι ρομβοειδής. Το σχήμα αυτό δείχνει σαφή νυκτικό προσανατολισμό και είναι βέλτιστο για πλήγματα εναντίον αθωράκιστων αντιπάλων, ή θωρακισμένων με μαλακές ύλες, καθώς και γι ατομικές συγκρούσεις. Το gladius hispaniensis των Ρωμαίων λεγεωνάριων, που είχε τον αυτό ρόλο, ήταν πολύ παρόμοιου σχήματος. H γεωγραφική και χρονολογική προέλευση αυτού του ξίφους είναι άγνωστη. Πιθανότατα αυτό είναι το ξίφος με το οποίο εφοδιάστηκαν οι «Ιφικράτειοι». Είναι σαφώς κατάλληλο για το νέο είδος αγώνων που εξελίσσονταν σε σκληρές μονομαχίες σε ανοικτό ή κλειστό χώρο, τόσο κατά τις τειχομαχίες, τις πολιορκίες, τις ναυμαχίες όσο και κατά εγχειρημάτων σε ανώμαλο έδαφος, αλλά και μετά την θραύση των φαλαγγών κατά τον ωθισμό. Σε αυτές τις συνθήκες, το ελάχιστο μέγεθος του Λακωνικού ξίφους είναι μειονέκτημα για τον φέροντα, καθώς χώρος για κίνηση και χρήση μεγάλου ξίφους υπάρχει άφθονος, ενώ το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης εμβέλειας πλήγματος μπορεί να αξιοποιηθεί πλήρως.
Από την άλλη μεριά, αυτήν την εποχή επανακάμπτουν οι πανοπλίες. Το μεγάλο μήκος και η στιβαρή κατασκευή επιτρέπουν διάτρηση των νέων θωρακίσεων, που παραμένουν λινοθώρακες αλλά συμπληρώνονται και με τα πλέον προηγμένα μοντέλα μυώδους, ολομεταλλικού θώρακα, εξαιρετικής ανθεκτικότητας και αυξημένης επιφάνειας προστασίας. Η κοπίδα χάνει μεγάλο μέρος του φάσματος χρήσης της και η επιδεξιότητα που επιτρέπει το νέο όπλο βρίσκει οπαδούς ιδίως μεταξύ των επαγγελματιών «Επιλέκτων» πολεμιστών των διαφόρων Πόλεων, που άλλωστε έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτούν θωράκιση.
Πιθανώς, χωρίς τίποτα να μπορεί να επιβεβαιωθεί, αυτή ακριβώς η λεπτομέρεια εκατοστών να επέφερε την Λακωνική ήττα στην Τεγύρα από τους Θηβαίους, την προαναγγελία, όπως πολλοί αναφέρουν, των Λεύκτρων. Επίσης ένα σημείο που μπορεί να αποδοθεί στο νέο όπλο είναι η συντριπτική νίκη του Τιμολέοντα στον Κριμισσό κατά των Καρχηδονίων. Η εξαιρετική αφήγηση του Πλούταρχου, ότι οι Καρχηδόνιοι, λόγω θωράκισης, δεν είχαν απώλειες από τα ελληνικά δόρατα αλλά νικήθηκαν όταν συνεπλάκησαν με τα ξίφη, όπου χρειάζεται τέχνη και όχι δύναμη, δημιουργεί την βεβαιότητα όπλων αυξημένης αποτελεσματικότητας στην Ελληνική πλευρά, που δεν είχε ποτέ διακριθεί για τις δεξιότητες στην ξιφομαχία. Δεν θα ήταν καθόλου απίθανο το νέο αυτό ξίφος, που τόσο σιωπηλά εμφανίζεται, να προέρχεται από τη Σικελία. Ο Διονύσιος είχε πραγματικό πανεθνικό εργαστήριο έρευνας αι ανάπτυξης οπλισμού και η γνωριμία των νότιο-Ελλήνων με αυτό το όπλο θα μπορούσε να έχει γίνει στη Σικελία κατά την περίοδο 415-413 πΧ.
Φυσικά όμως μόνο κάποιος πραγματικά καινοτόμος νους θα το υιοθετούσε (οι Σπαρτιάτες ήταν υπέρμαχοι της παράδοσης όταν δεν ανέπτυσσαν οι ίδιοι τους νεωτερισμούς, ενώ οι αθηναίοι είχαν παύσει να χρησιμοποιούν στην οπλιτική μάχη την εξαιρετική ευστροφία, καινοτόμο ιδιοφυία και ανανεωτικότητα που τους χαρακτήριζε). Εξίσου πιθανοί για υιοθέτηση του νέου όπλου, αν η σικελική προέλευση ευσταθεί, θα μπορούσαν να είναι ο Ιφικράτης και ο Επαμεινώνδας, εξαιρετικοί καινοτόμοι και τακτικοί νώες μεγίστου διαμετρήματος.
Αλεξανδρινή εποχή
Με το ξίφος τα πράγματα περιπλέκονται όσον αφορά τους στρατούς του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου. Μεταγενέστερες αναφορές παρουσιάζουν το μακεδονικό ξίφος κοντό και όχι ιδιαίτερα βαρύ, με αποτέλεσμα σαφή υστέρηση εναντίον των Ρωμαίων. Αυτά λαμβάνουν χώρα γύρω στο 200 πΧ, αλλά εβδομήντα χρόνια νωρίτερα, ο Πύρρος είχε κόψει με το σπαθί του στα δύο έναν Ρωμαίο πολεμιστή, πράγμα που δείχνει μακρύ και βαρύ ξίφος, αλλά τίποτα δεν αποκλείει μόνο ορισμένοι να έφεραν αυτό το είδος (πχ κοπίδα; ) και οι υπόλοιποι να έφεραν ήδη από την εποχή του Αλεξάνδρου κοντά ξίφη.
Την εποχή του Αλεξάνδρου, υπήρχαν τέσσερα βασικά σπαθιά σε Ελληνική χρήση:
το παλαιό οπλιτικό ξίφος, όπλο μακρύ, βαρύ, ικανό για νηκτικά αλλά και για θλαστικά χτυπήματα
το πολύ μικρότερό του Λακεδαιμόνιο, προορισμένο μόνο για νηκτικά πλήγματα σε αγχέμαχο με στενή επαφή
το νεότερο, μακρύ, ρομβοειδές ξίφος που εμφανίστηκε λίγο πρωτύτερα στον 4ο αιώνα
και τέλος η κοπίδα
Όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, η κοπίδα ήταν ένα κυρτό ξίφος, κατάλληλο για θλαστικά κυρίως πλήγματα και εξόπλιζε κατά βάση το ιππικό, αφού επέτρεπε ένα κατακόρυφο μοιραίο πλήγμα στην περικεφαλαία του πεζού Οπλίτη με πλεονέκτημα ύψους. Όλα αυτά τα είδη ήταν νοτιο-Ελληνικά, και αν και γνωρίζουμε ότι ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε συχνά το ξίφος του, όπως και οι Υπασπιστές, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τι τύπου ήταν. Στους Υπασπιστές κανείς θα μπορούσε να αποδώσει το νεότερο, μακρύ ξίφος που χρησιμοποιείτο, κάτι πολύ λογικό για ένα Σώμα με ιδιαίτερες επιδόσεις σε ειδικές επιχειρήσεις και ατομικό αγώνα.
Ο Αλέξανδρος, που πολεμούσε γενικά και έφιππος και πεζός, πιθανότατα θα προτιμούσε το ευθύ ξίφος, είτε το νέο είτε το παλαιότερο, που έδινε πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια χρήσης σε έναν ικανό χρήστη, με νηκτικά και θλαστικά πλήγματα, σε αντίθεση με την κοπίδα που ήταν άριστη για θλαστική χρήση, ιδίως από το ύψος του αλόγου. Στο Γόρδιο αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος έχει ξίφος (με άριστα θλαστικά χαρακτηριστικά, ώστε με ένα πλήγμα να λύνει τον Γόρδιο Δεσμό), όπως και σε άλλες περιπτώσεις (πχ στους Μαλλούς), ενώ αντίθετα τα σπαθιά των Περσών που χτύπησαν τον Αλέξανδρο στο κεφάλι στο Γρανικό αναφέρονται από τον Αρριανό ως κοπίδες (αν και πιθανότατα με αυτή τη λέξη ο Αρριανός, γράφοντας περίπου μισή χιλιετία μετά τα γεγονότα, θα εννοεί όλα τα καμπύλα θλαστικά σπαθιά, ήτοι τις καθεαυτού κοπίδες και τους ακινάκηδες).
Οι Πεζεταίροι θα έφεραν κάποιο φθηνό όπλο, όποιο από τα τρία μπορούσαν να προμηθευτούν ή προτιμούσαν, χωρίς προσπάθεια τυποποίησης. Καθώς συχνά εμπλέκονταν σε ακροβολιστικό αγώνα και αψιμαχίες, τους ήταν απαραίτητο και πρέπει να είχαν επαρκή εκπαίδευση στη χρήση του. Πάντως κανείς δεν πρέπει να αποκλείει, ιδίως οι φαλαγγίτες να χρησιμοποιούσαν εκτενώς το Λακωνικό ξίφος. Η επιρροή των Σπαρτιατών, από την εποχή του Βρασίδα ακόμη, υπήρξε έντονη στους Μακεδόνες και ήταν αυτή που τους μύησε στον Οπλιτικό τρόπο μάχης. Πιθανότατα, ενώ άλλα στοιχεία του Λακωνικού οπλισμού (πιλοειδές κράνος, αργολική ασπίδα και δόρυ) απορρίφθηκαν με την έλευση του Πεζεταίρου, το Λακωνικό ξίφος να παρέμεινε.
Το σπαθί του Μακεδονικού ιππικού, ήταν μάλλον παραδοσιακά το ίσιο, κοντό ξίφος, με δυνατότητες νύξης και κρούσης, αλλά η χρήση που βασικά προτεινόταν ήταν η νυκτική, αντί του Ξυστού όταν αυτό έσπαγε ή όταν η απόσταση παραήταν μικρή. Αν και όχι αποκλειστικό μοντέλο, όπως το ξυστό, το ίσιο ξίφος ήταν ένας ακόμη αναχρονισμός όταν ο Ξενοφώντας πρότεινε (μερικές δεκαετίες πρωτύτερα) θερμά τη βαριά, μονόστομη κοπίδα, που χρησιμοποιείτο σχεδόν αποκλειστικά κρουστικά. Η επιτυχία της κατά το τέλος του 5ου και κατά τον 4ο αι. ήταν τέτοια που υιοθετήθηκε κι από το πεζικό, οπλιτικό κι ελαφρύ. Κανείς θα μπορούσε να περιμένει αυτή να οπλίζει το θηβαϊκό ιππικό στην Μαντινεία, που επιτίθεται στους συντεταγμένους Αθηναίους Οπλίτες, και δεν θα φαινόταν καθόλου παράξενο να είναι το όπλο χειρός του μεγαλύτερου μέρους του Ελληνικού (ή ίσως ακόμη και του θεσσαλικού) ιππικού, μισθοφορικού και επίστρατου, που ακολουθεί τον Αλέξανδρο.
Όμως ο προσανατολισμός του Μακεδονικού ιππικού στην συνταγμένη κρούση εναντίον κυρίως του εχθρικού ιππικού (κάτι που ήταν σαφές από την πρώτη ημέρα της εκστρατείας κατά της Περσίας, όπου τα πάντα είχαν μελετηθεί εναντίον του περσικού ιππικού – πχ αναλογία ιππικού προς πεζικό) υπαγόρευε ένα όπλο που θα επέτρεπε πλήγματα γρήγορα και αποτελεσματικά σε αντίπαλο στο ίδιο ύψος, κατά προτίμηση σε αθωράκιστα σημεία (πρόσωπο, λαιμός) και δευτερευόντως κρούση κάθετη, οριζόντια ή πλάγια εναντίον πεζού αλλά και έφιππου αντιπάλου. Κατόπιν τούτου η επιλογή ευθέως ξίφους δεν είναι πολύ περίεργη και γίνεται ακόμη λιγότερο αν αναλογιστούμε πάλι το νεότερο και μακρύτερο ξίφος που αυξάνει δραματικά την εμβέλεια και τη δυνατότητα όχι όνο πλήγματος, αλλά και αυτοάμυνας.
Καθώς το βαρύ ιππικό δεν φέρει ασπίδες, ένα όπλο που μπορεί, έστω και με επίπονη εξάσκηση, να χρησιμοποιηθεί και ως αμυντικό εναντίον των περσικών – και όχι μόνο – σαγαρίδων και ακινάκηδων, είναι μια εξαιρετική ιδέα που δεν θα άφηνε ασυγκίνητο κανέναν διοικητή. Το βάρος της κοπίδας καθιστούσε δυσχερή το χειρισμό της γρήγορα, όπως απαιτεί η άμυνα με ξίφος. Κατόπιν αυτών, γίνεται περισσότερο κατανοητό το γιατί το ξίφος περιλαμβάνεται, μαζί με το ακόντιο και τη σάρισσα, στον βασικό οπλισμό ενός Μακεδόνα Εταίρου που περιγράφεται από τον Αρριανό ως οπλισμός στον οποίο παρέχεται εκπαίδευση από το Μακεδονικό στράτευμα. Το ότι την μονομαχία που περιγράφει ο Αρριανός, ο Αθηναίος αντίπαλος του Μακεδόνα προλαβαίνει και του κρατά το χέρι προτού ξιφουλκήσει, σημαίνει αναμφίβολα ότι αυτός δεν φέρει Λακωνικό ξίφος (κάτι που θα ήταν παράλογο για το ιππικό) αλλά κάποιο μακρύτερο τύπο. Όσο μακρύτερο το σπαθί, τόσο βραδύτερη η ξιφούλκηση.
Ελληνιστική εποχή
Η χρήση του ξίφους πρέπει να έχει περιπέσει σε αφάνεια. Το ότι ο στρατός ενός από τους πολεμικότερους βασιλείς της Ελλάδος, του Φίλιππου Ε’ δεν είχε δει τραύματα ξίφους, παρά μόνο βελών, ακοντίων και σάρισσας, μέχρι την εμπλοκή με τους Ρωμαίους είναι τόσο περίεργο, επειδή εμπλεκόταν πολύ συχνά σε μάχες εκτός πεδίου. Πολιορκίες, τειχομαχίες, ορεινός αγώνας οι επιχειρήσεις του Φιλίππου εντός Ελλάδας δύσκολα μπορούν να γίνουν αντιληπτές χωρίς τη χρήση του ξίφους.
Μόνο τα ακόντια δεν επαρκούν. Εκατό χρόνια μετά την εποχή του Αλεξάνδρου, το Μακεδονικό ξίφος είναι πλέον σίγουρα ένα κοντό, κατά βάση νυκτικό όπλο, χωρίς πολλές περγαμηνές στερεότητας και αντοχής. Τουλάχιστον το βασικό, που θα έφεραν οι Πεζεταίροι. Πρέπει να μιλάμε για την ίδια εξελικτική πορεία που οδήγησε από το Οπλιτικό στο Λακωνικό ξίφος, χωρίς απαραίτητα το Μακεδονικό ξίφος να είναι ή να προέρχεται από το Λακωνικό. Η εξελικτική πορεία είναι πιθανόν απλά να επαναλήφθηκε. Εφοδιασμένοι με ακόντια για αψιμαχία, μόνο από πολύ κοντά οι Μακεδόνες θα χρησιμοποιούσαν σπαθί, και αυτό θα έπρεπε να είναι ένα όπλο πολύ εύκαμπτο που να επιτρέπει σε πολύ μικρές αποστάσεις – όπου είναι άχρηστα τα ακόντια – την ευχερή χρήση. Στην κατά παράταξη μάχη, η σάρισσα και ο πυκνός σχηματισμός δεν αφήνουν περιθώρια για μάχη σώμα με σώμα. Η φάλαγγα απωθεί αι σαρώνει, δεν εμπλέκεται. Αυτές τις αποστολές τις εκτελούν άλλοι.
Το Μακεδονικό ιππικό έχει ξεπέσει και έχει ξαναγίνει δύναμη ακροβολισμού , με βολές ακοντίων, χρήση ιππικής ασπίδας και περι-ιππεύσεις. Κατόπιν αυτού, όπλο χειρός ιδιαιτέρων επιδόσεων δεν χρειάζεται. Αυτό φυσικά δεν ισχύει στα επίλεκτα Σελευκιδικά σώματα καθώς και σε μεμονωμένα πιθανώς σώματα των Λαγιδών και των Αντιγονιδών. Ο Ιούδας Μακαβαίος, όταν θα ενεδρεύσει ένα Σελευκιδικό απόσπασμα, θα πάρει το σπαθί του νεκρού αρχηγού (Απολλώνιου) και θα το φέρει για την υπόλοιπη – σύντομη- ζωή του. Αυτό το σπαθί που άρεσε στον άρπαγα αρχηγό εγκληματιών δεν μπορεί να είναι ένα μικρό Μακεδονικό ξίφος, διότι αυτό δεν είναι καθόλου βολικό όπλο για το είδος αγώνα που έκανε ο Εβραίος εγκληματίας (κάτι μεταξύ ληστείας, εθνοκάθαρσης και ανταρτοπολέμου) σε εκείνη τη χρονική στιγμή.
Αν και ουδείς γνωρίζει το είδος του ξίφους που φέρουν τα Μακεδονικά και Σελευκιδικά ιππικά σώματα, πρέπει να τονιστούν δύο βασικές παρουσίες. Η μία είναι οι Γαλάτες. Ήδη από το 300 πΧ περίπου οι Γαλάτες επιχειρούν στην ευρύτερη Ελληνική περιοχή και επηρεάζουν τους Ελληνιστικούς στρατούς. Πρώτη επιρροή είναι ο θυρεός, που οπλίζει το ελαφρύ πεζικό και δημιουργεί τους θυρεοφόρους αντί των καθιερωμένων μέχρι τότε πελταστών. Οι Γαλάτες επίσης θα εισάγουν, κατά πάσαν πιθανότητα, και την ιππική ασπίδα. Αλλά οι Γαλάτες, πάνω απ’ όλα, ήταν σπαθομάχοι. Εκτός από εχθροί, θα υπάρξουν και σύμμαχοι και θα σχηματίσουν δεκάδες ιππικά και πεζικά μισθοφορικά σώματα, στα οποία κανείς περιμένει να χρησιμοποιούν τα δικά τους ίσια, μακριά θλαστικά σπαθιά που καταφέρονται με τα δύο χέρια. Βέβαια δεν υπάρχει κανείς λόγος που να υποδεικνύει την υιοθέτηση αυτού του σπαθιού και από Ελληνικά τμήματα, έστω και από το ελαφρύ πεζικό, καθότι θα απαιτούσε και τα δύο χέρια με αποτέλεσμα απώλεια της ασπίδας, κάτι που ουδέποτε υπήρξε ευχάριστο για έναν Έλληνα (σε αντίθεση με τους μανιώδεις Γαλάτες που ενίοτε της πετούσαν μόλις έφθαναν σε απόσταση χρήσης ξίφους).
Την ίδια περίπου εποχή θα εμφανιστούν μερικά ακόμη όπλα χειρός σε ελληνιστικούς στρατούς. Θα τα φέρουν ειδικά τμήματα. Οι Θράκες φέρουν δύο όπλα καθαρά θλαστικά, τα οποία αποδεικνύονται εξαιρετικά χρήσιμα και προκαλούν τεράστιες απώλειες στο ρωμαϊκό ελαφρύ πεζικό και στο ιππικό. Πρόκειται για όπλα με βαρειά σιδερένια λεπίδα ίσια στο μεγαλύτερο τμήμα της (αν και όχι πάντα), που παρουσιάζει έντονη κύρτωση στο τελευταίο τρίτο του μήκους της, μακριά από την λαβή, με αποτέλεσμα ένα ονυχοειδές όπλο. Η μία μορφή αυτού του όπλου είναι επί ξύλινης μακριάς κοντοειδούς λαβής, ίσης περίπου με το μήκος της λεπίδας, οπότε μπορεί να καταφέρεται και με τα δύο χέρια ενώσο η ασπίδα του πολεμιστή κρεμιέται στην πλάτη. Το όνομα του όπου αυτού μάλλον είναι ρομφαία και του πολεμιστή ρομφαιοφόρος. Πιθανή δεύτερη μορφή είναι η τοποθέτησή της επί λαβής σπαθιού. Το όπλο, και στις δύο εκδόσεις μάλλον είναι αμφίστομο. Το αγκιστρωτό άκρο του επιτρέπει σάρωμα κατά διεύθυνση κάθετη με αυτή της κυρίως λεπίδας και την παγίδευση εχθρικών όπλων προς αφοπλισμό του αντιπάλου. Εξαιρετικά κοφτερό και χρήσιμο σχεδόν αποκλειστικά για κρουστικά/ θλαστικά πλήγματα, αποδεικνύεται θανάσιμο κατά του ιππικού ξεκοιλιάζοντας τα Ρωμαϊκά άλογα στην μάχη του Καλλίνικου, περί το 270 πΧ, αλλά δυσκολεύει τους χρήστες , λόγω μήκους, εντός δασών. Είναι πάντως πολύ περίεργο το ότι ουδέν έχει αναφερθεί για αυτά τα Θρακικά όπλα κατά τις περιγραφές των εκστρατειών του Αλεξάνδρου εναντίον διαφόρων φύλων και ιδίως κατά την περιγραφή μαχών όπου Θρακικά αποσπάσματα ήταν ενσωματωμένα στο Μακεδονικό στρατό κατά τη εκστρατεία στην Ασία.
Το δρεπανοειδές ξίφος των Καρών και Λυκίων αντιθέτως δεν είναι κάτι το καινοφανές. Ο Ηρόδοτος περιγράφει τη χρήση του σε μάχες της Ιωνικής επανάστασης, όμως τώρα εισέρχεται σε υπηρεσία με τους Λύκιους που υπηρετούν στο Σελευκιδικό στρατό. Γενικά έχουν ρόλο ελαφρού πεζικού. Ελάχιστες αναπαραστάσεις του όπλου υπάρχουν, πολλές από πρωιμότερη εποχή, όπου οι άνδρες αυτοί εξοπλισμένοι σαν Οπλίτες υπηρετούσαν την Περσική αυτοκρατορία. Το όπλο τους είναι μικρότερο αλλά μάλλον παρόμοιο με το θρακικό που περιγράφηκε πρωτύτερα. Ίσως να έβγαινε σε αρκετά μοντέλα, αλλά είναι δύσκολο κανείς να το φανταστεί να έχει την έντονη καμπύλωση του αγροτικού δρέπανου, διότι περιορίζεται η ευχρηστία απέναντι σε αντίπαλο. Μια περισσότερο ήπια καμπύλωση κάνει ευκολότερη τη σκόπευση και αυξάνει την ενεργή επιφάνεια θλάσης.
Ούτε λόγος, ότι ένα τέτοιο όπλο δεν σκοπεύει ούτε να διαπερνά αμυντικά όπλα, ούτε να χρησιμοποιείται σε αψιμαχία και μονομαχία πολλών προσπαθειών. Είναι, όπως πιθανότατα και τα προαναφερθέντα Θρακικά όπλα (αλλά και τα περισσότερα σπαθιά των αρχαίων χρόνων) όπλο του ενός αποφασιστικού πλήγματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το σήμα επιτρέπει πλήγματα στην πλάτη και τα πλευρά αντιμέτωπου αντιπάλου, πέριξ της εκάστοτε ασπίδας, και επιπλέον είναι πολύ πλεονεκτικό για χτύπημα στα χέρια, ειδικά στο οπλισμένο χέρι. Το πλέον θανάσιμο πλήγμα σαφώς είναι στον τράχηλο και τον λαιμό του αντιπάλου, αν και θα λαμβάνει αυτός κάποια μέριμνα. Το αυτό ακριβώς ισχύει και με τα προαναφερθέντα Θρακικά όπλα, με την προσθήκη των ποδιών ως στόχων του μακρύτερου όπλου που έφερε κοντοειδή ξύλινη λαβή. Το επιπλέον μήκος εδώ επέτρεπε εύκολη καταφορά στα πόδια αλλά και εξαιρετικής ισχύος κρουστικά πλήγματα στους ώμους, τις κλείδες, τον τράχηλο αι το κεφάλι, είτε κρατημένο με τα δύο χέρια, είτε μετά από μερικές περιστροφές με το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του χρήστη.
Το κοντό Μακεδονικό ξίφος δεν είναι αξιοπρεπής αντίπαλος για το Ρωμαϊκό αντίστοιχο. Μετά την πτώση της Μακεδονίας Αίγυπτος και Συρία προσπαθούν να εκσυγχρονίσουν επί το Ρωμαϊκότερο τον οπλισμό τους ώστε να ακολουθήσουν τις εξελίξεις. Το είδος και η προέλευση του ξίφους που εφοδιάζει το Ρωμαιοποιηθέν Σελευκιδικό πεζικό δεν είναι γνωστό. Αντίθετα, ιδίως αρκετά απεικονιστικά ευρήματα υπάρχουν για την Πτολεμαϊκή προσπάθεια.
Ένα ρομβοειδές επίμηκες ξίφος, που κατά μερικούς είναι μια Πτολεμαϊκή προσπάθεια αντιγραφής του Ρωμαϊκού όπλου, αποτυχημένη εξαρχής, εμφανίζεται μαζί με πεζικό που φέρει μικρού μεγέθους θυρεούς ή/ και αλυσιδωτούς θώρακες. Η διαφθορά καθεστώτων πνίγει την καινοτομία και οδηγεί σε αποτυχημένες αντιγραφές και υιοθεσίες. Το νέο ξίφος, πλήρως τριγωνικό σε μια εποχή που η τέχνη είχε γίνει πολύ ακριβής στις αναπαραστάσεις, δεν θα μπορούσε να έχει καμία χρήση πλην της νυκτικής, όταν τόσο γλαφυρά περιγράφονται τα θλαστικά (ή έστω και τα θλαστικά) αποτελέσματα του gladius hispaniensis.
Ήταν άραγε ο λόγος αυτός που υποθέτουν πολλοί, ότι οι σιδηρουργοί των Λαγιδών δεν μπορούσαν να κατασκευάσουν τις άριστες λάμες των ρωμαϊκών ξιφών λόγω χειρότερης τεχνικής (ή έλλειψης του κατάλληλου κράματος- ισπανικού χάλυβα;). Ή μήπως ήταν μια προσπάθεια να γίνει πλήρης εκμετάλλευση ενός μειονεκτήματος που παρουσίαζαν οι Ρωμαϊκές αλυσιδωτές πανοπλίες, ήτοι η αδυναμία ανάσχεσης ισχυρών νυκτικών πληγμάτων; Όντως το τριγωνικό σήμα με την ενισχυτική νεύρωση, που θυμίζει ένα… απλοποιημένο φάσγανο, σε συνδυασμό με το μικρό σχετικά μήκος δίνει ιδανικά χαρακτηριστικά διάτρησης μη συμπαγών μεταλλικών δομών και διάνοιξης της πληγής. Τα μόνα στοιχεία που αντιτίθενται σε αυτήν την υπόθεση είναι οι απεικονιστικές μαρτυρίες – από επιτύμβιες στήλες – που αναπαριστούν θλαστικά πλήγματα σε κάθετη η πλάγια διεύθυνση, αλλά και η υιοθέτηση και του αλυσιδωτού θώρακα. Οικονομικοί- κατασκευαστικοί λόγοι, ή η – ορθή- σκέψη ότι ακόμη αι εναντίον των Ρωμαίων, που χρησιμοποιούσαν θλαστικά τα σπαθιά τους, ο συγκεκριμένος θώρακας θα έδινε επαρκή προστασία;
Η όλη ιστορία των Μακεδονικών πολέμων αφήνει μερικά σκοτεινά σημεία. Το μικρό Μακεδονικό ξίφος και η ωσαύτως μικρή Μακεδονική ασπίδα κανονικά θα επέτρεπαν πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια χρήσης στον Μακεδόνα φαλαγγίτη, στην πυκνή παράταξη της φάλαγγας, απ’ όσο τα ογκώδη και μεγάλα Ρωμαϊκά όπλα, ιδίως η ολόσωμη ασπίδα που με δυσκολία μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει (με τη μία της λαβή) για να την κινήσει δεξιά ή αριστερά. Το Ρωμαϊκό ξίφος που έπεφτε με ορμή από ψηλά και δεν το σταματούσε η Μακεδονική ασπίδα, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος πώς δεν το σταματούσε αν απλώς ο Φαλαγγίτης έμπαινε στον κόπο να την σηκώσει μερικά εκατοστά, ώστε να συναντήσει το εχθρικό ξίφος ψηλά, προτού αυτό αποκτήσει όλην την ορμή του. Το να παραμερίσει με την ασπίδα του ένας Ρωμαίος μια ασπίδα Γαλάτη, που ίσως ήταν μεγαλύτερη, είναι κατανοητό. Την μικρότερη και ευκολότερο να μετακινηθεί και επανατοποθετηθεί ασπίδα του Πεζεταίρου όμως, πώς ακριβώς κατάφερνε να την μετακινήσει για να εκθέσει τον κορμό του αντιπάλου του σε νυκτικό πλήγμα; Όσο περισσότερο άνοιγε η παράταξη, τόσο περισσότερο θα έπρεπε να πλεονεκτεί ο ελαφρότερα οπλισμένος φαλαγγίτης από τον λεγεωνάριο σε όλα πλην του μήκους του ξίφους. Γιατί αυτό δεν ίσχυσε; Ίσως αυτή η σειρά ερωτημάτων, συνδυασμένη με τα αποτελέσματα των συγκρούσεων και την παρατήρηση περί πρωτοφανούς των τραυμάτων από τα Ρωμαϊκά ξίφη να υποδεικνύει όχι μειονεξία επιχειρησιακή των όπλων των Ελληνιστικών στρατών ή της οργάνωσης, αλλά την καταστρεπτικότητα της ελλιπούς, μηδενικής ίσως εκπαίδευσης στη χρήση του σπαθιού.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο, με μηδενική εκπαίδευση, θα μπορούσε να εξηγηθεί η ολιγωρία προσφυγής στο ξίφος σε περιπτώσεις όπου τελικά οι συνθήκες ευνοούσαν τον οπλισμό των Πεζεταίρων και όχι των Λεγεωνάριων (πχ μάχη της Πύδνας). Επιπλέον, άτι τέτοιο μπορεί να οφείλεται και στην ταχεία και καταστροφική πτώση του ηθικού που ακολουθούσε μια πρώτη Ρωμαϊκή διείσδυση στη φίλια παράταξη και αφαιρούσε το οποιοδήποτε πνεύμα αυτοσχεδιασμού έστω για αυτοάμυνα.
Τέτοιες περιπτώσεις επιδεικνύουν την ανάγκη, πρώτα απ’ όλα, άριστης εκπαίδευσης, χωρίς την οποία κανείς εξοπλισμός και οπλισμός δεν προσφέρει ούτε καν άλλοθι. Δεύτερον, το ότι τα ψυχικά χαρίσματα, το θάρρος και ο ενθουσιασμός δεν είναι υποκατάστατα της καλής εκπαίδευσης. Το ηθικό πρέπει να σφυρηλατείται έτσι ώστε να παραμένει υψηλό και την στιγμή του ύψιστου κινδύνου, το μυαλό να μην παγώνει προ αυτού, ο άνδρας να έχει πρωτοβουλία και οξύνοια μέχρι να σταματήσει να πάλλεται η καρδιά του. Και για αυτά απαιτείται σκληρή, ρεαλιστική, επίπονη και καθόλου «ανθρώπινη» ή «δημοκρατική» και «αξιοπρεπής» εκπαίδευση.
Βιβλιογραφία
«Εκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων», Εκδοτική Ελλάδος ΑΕ
«Ο Θρύλος του Οδυσσέα», Π. Κόννολλυ, Εκδ. ΣΙ Ζαχαρόπουλος & ΣΙΑ
«Η πολεμική τέχνη των Αρχαίων Ελλήνων», Π. Κόννολλυ, Εκδ. Ι. Σιδέρης
«Οι Αρχαίοι Έλληνες», εκδ. Ρώσση
«Οι Αρχαίοι Ελληνες», N. Σεκούντα, Εκδ. Eurobooks
«Αλέξανδρος ο κατακτητής», Τζ. Γουώρυ, εκδ. Eurobooks
«Ο στρατός του Μ. Αλεξάνδρου», Ν. Σεκούντα, Εκδ. Αψίδα
«Οι Μυκηναίοι Έλληνες», M Ruiperez & J. Melena, Καρδαμίτσας
«Προβλήματα Πολέμου εις την Αρχαίαν Ελλάδαν», J.P. Vernant, ΔΕ/ΓΕΣ
«Warfare in the Classical World», J. Warry, Salamander
«Warfare in Ancient Greece», M. Sage, Routledge
«Greece and Rome at War», P. Connolly, Greenhill Books
«The wars of the ancient Greeks», J. Hanson, Cassell
«Warfare in the ancient world», R. Humble, Cassel
«Warfare in the ancient world», Sir J. Hackett, Sidgwick & Jackson Ltd
«The Spartan army», N. Sekunda, Osprey, Elite
«The Persian army», N. Sekunda, Osprey, Elite
«The Greek and Persian Wars», J. Gascin-Scott, Osprey, Men-at-arms
«The armies of the macedonian and punic wars», D. Head, Wargames Research Group
«The armies of ancient Middle East», N. Stielman & N. Tallis, Wargames Research Group
Δρ. Μανούσος Καμπούρης
Copyright of KORYVANTES Association – do not copy or reproduce without permission